Όλοι έχουμε ακούσει για ανθρώπους που πλένουν πολλές φορές τα χέρια τους, φοβούνται μήπως κολλήσουν ασθένειες, ελέγχουν ξανά και ξανά πόρτες, διακόπτες, αν κλείδωσαν το αυτοκίνητό τους, αν έκλεισαν το παράθυρο, αν έκλεισαν το «μάτι» της κουζίνας και άλλα.
Ακόμα κι εμείς ενίοτε «διπλοτσεκάρουμε» κάτι που κάναμε. Πότε, όμως, ξεκινάει η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή; Πότε οι επαναλαμβανόμενες αυτές κινήσεις γίνονται με τρόπο εμμονικό και πώς κάνει τα άτομα να αισθάνονται;
Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή ή ΙΨΔ (Obsessive–compulsive disorder, OCD) περιλαμβάνεται στις διαταραχές προσωπικότητας, όπου, με τον όρο προσωπικότητα, περιγράφουμε τη συμπεριφορά ενός ατόμου ως αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών εμπειριών. Τα άτομα με ΙΨΔ χαρακτηρίζονται από τελειοθηρία, αναποφασιστικότητα, ενασχόληση με την τάξη και έντονο άγχος.
Αρχικά, η ΙΨΔ αποτελείται από ιδεοληψίες, επίµονες δηλαδή σκέψεις, που εκδηλώνονται κατά τη διαταραχή ως ακατάλληλες και προκαλούν στο άτομο άγχος και δυσφορία. Το άτομο, προκειμένου να καταστείλει τις ιδεοληψίες, τις σκέψεις αυτές που του προκαλούν υπερβολική ανησυχία για πραγµατικά προβλήµατα της ζωής, καταφεύγει στους ψυχαναγκασμούς. Με τον όρο ψυχαναγκασμοί, εννοούμε τις επαναλαµβανόµενες εκδηλώσεις συµπεριφοράς (π.χ. πλύσιµο χεριών, τάξη, έλεγχο) ή νοητικές πράξεις (π.χ. προσοχή, µέτρηµα, επανάληψη λέξεων από µέσα) που το άτοµο αναγκάζεται να εµφανίσει ως αντίδραση σε µια ιδεοληψία, με στόχο την µείωση του άγχους και την εµπόδιση κάποιου καταστροφικού για αυτό γεγονότος.
Ποιο είναι το περιεχόμενο των ιδεοληψιών
Οι ιδεοληψίες σχετίζονται κυρίως µε ανεπίτρεπτες σεξουαλικές σκέψεις, εσωτερικά θέματα, προβλήματα της καθημερινότητας, σκέψεις αναξιότητας, βλάσφηµες σκέψεις ή σκέψεις πως το άτοµο θα προκαλέσει κακό στους άλλους. Το περιεχόµενο των ιδεοληψιών συνδέεται µε το σύστηµα αξιών του ατόµου. Ένα άτοµο µε έντονο θρησκευτικό συναίσθηµα είναι πολύ πιο πιθανό, αν παρουσιάσει ιδεοληψίες, το περιεχόµενό τους να σχετίζεται µε βλάσφηµες σκέψεις.
Ακόμα, αρκετά συνηθισμένοι είναι οι ψυχαναγκασμοί που έχουν να κάνουν με την καθαριότητα, όπου το άτομο φοβάται ότι θα νοσήσει, για αυτό και κάνει τελετουργίες πλυσίματος. Αλλά και οι καταναγκαστικές πράξεις ελέγχου, επαναληπτικές στερεότυπες πράξεις που γίνονται από µια έντονη παρόρµηση, με σκοπό να σιγουρευτεί το άτοµο πως όλα είναι εντάξει.
Υπερβολικές και παράλογες σκέψεις
Το άτομο με ΙΨΔ έχει την ικανότητα να αναγνωρίσει ότι οι έμμονες αυτές ιδέες είναι υπερβολικές και παράλογες, όμως δεν μπορεί να τις ελέγξει. Αισθάνεται αφόρητη πίεση και άγχος και νιώθει πως δεν έχει τον έλεγχο. Το συναίσθημά του όμως, είναι καταπιεσμένο. Το εκλογικεύει και φοβάται πως αν εκφράσει τον θυμό ή την οργή του, θα τιμωρηθεί για αυτό και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, καταφεύγει στον ψυχαναγκασμό. Έχει ακόμα την τάση να υποτιμά το συναίσθημα, διότι αυτό σχετίζεται με την αδυναμία και την απώλεια ελέγχου.
Οι γονείς των ατόμων με ΙΨΔ τείνουν να είναι αυστηροί και συνεπείς τόσο στην ανταμοιβή της καλής συμπεριφοράς, όσο και στην τιμωρία της κακής. Ήταν υπερπροστατευτικοί μαζί τους καθώς μεγάλωναν, θέτοντας υψηλά κριτήρια και αναμειγνύονταν αρκετά στις ζωές τους, γεμίζοντάς τους με αίσθημα ενοχής, πχ, «Τι θα σκεφτούν οι άλλοι για σένα, αν παχύνεις;». Τα άτομα αυτά έχουν την τάση να εργάζονται σκληρά, να είναι αξιόπιστα και να ασκούν αυστηρή αυτοκριτική. Η αυτοεκτίμησή τους προέρχεται από την εκπλήρωση των απαιτήσεων των γονεϊκών προσώπων, απαιτήσεων με υψηλά κριτήρια, τόσο για τις συμπεριφορές, όσο και για τις σκέψεις τους κάποιες φορές. Αδυνατούν να πάρουν σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες ενδεχομένως να έχουν συνέπειες, γιατί δεν αντέχουν την αβεβαιότητα, επιθυμούν να λάβουν την «τέλεια» απόφαση, που θα είναι απαλλαγμένη από την ενοχή.
Προς την αλλαγή
Το πρώτο βήμα για την αλλαγή, είναι η θέληση του ατόμου να προσπαθήσει και να δεσμευτεί στη θεραπεία. Για την αντιμετώπιση της ΙΨΔ, πολύ αποτελεσματική έχει αποδειχθεί η γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία. Στόχος είναι να βοηθήσει το άτομο να µειώσει την ανησυχία του για τις σκέψεις που κάνει, βοηθώντας το να κάνει διαφορετικές ερµηνείες των συνεπειών των σκέψεων. Όταν υπάρχουν φανεροί ψυχαναγκασµοί, η εφαρµογή συµπεριφοριστικών µεθόδων είναι πιο αποτελεσµατική, με τις τεχνικές επιλογής να αποτελούνται από την έκθεση και τον εµποδισµό αντίδρασης. Κατά την έκθεση, το άτομο εκτίθεται στα ερεθίσµατα που µέσα από την αυτοπαρατήρηση έχει βρεθεί πως του προκαλούν άγχος και εκλύουν τον ψυχαναγκασµό.
Στη συνέχεια, ο θεραπευτής παρεµποδίζει το άτομο να πραγµατοποιήσει την ψυχαναγκαστική συµπεριφορά. Όταν το άτομο παρεµποδίζεται να πραγµατοποιήσει τους ψυχαναγκασµούς επαναλαµβανόµενα, µειώνεται σταδιακά η παρόρµησή του για τους ψυχαναγκασµούς. Ωστόσο το άτομο σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχει θέληση – και με τη στήριξη του ψυχοθεραπευτή – να «αντέξει» την αιτία των ψυχαναγκασμών του και τη μη ικανοποίησή τους.