Ο όρος Μαθησιακή Δυσκολία (ΜΔ) παραπέμπει σε νοητικά και ψυχολογικά εμπόδια, τα οποία εμποδίζουν τον μαθητή στο να συμβαδίζει με τους μαθησιακούς ρυθμούς των συνομηλίκων του. Η τελευταία αποσαφήνιση του όρου, το 2006, κατατάσσει ως άτομα με μαθησιακές δυσκολίες αυτά που αντιμετωπίζουν ακαδημαϊκά προβλήματα – τα οποία όμως δεν αποτελούν τροχοπέδη για την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου σε διάφορους τομείς – επαγγελματικούς και μη.
Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν είναι αντιληπτές και δεν εκδηλώνονται στην ίδια ηλικία για όλα τα παιδιά και σίγουρα δεν είναι αποδεκτές κατά όμοιους τρόπους. Μπορεί να προϋπάρχουν, να αναπτυχθούν στην πορεία ή ακόμα και να ξεσπάσουν σε μια ήπια μορφή “κρίσης” για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, ενώ είτε αντιμετωπίζονται αγόγγυστα από τους μαθητές, είτε μπορούν να αποτελέσουν τα αίτια για διακοπή φοίτησης, μείωση αυτοπεποίθησης, έλλειψη κινήτρων και, ως αποτέλεσμα τούτου, στασιμότητα και επιδείνωση του φαινομένου.
Η δυσλεξία είναι η πλέον διαδεδομένη και αντιμετωπίσιμη μορφή μαθησιακής δυσκολίας. Συναντάται κυρίως σε παιδική και εφηβική ηλικία, με τον αντίκτυπο να επηρεάζει το παιδί για την υπόλοιπή του ζωή, αν η δυσλεξία δεν αντιμετωπιστεί σωστά.
Τα συμπτώματα της δυσλεξίας ποικίλουν. Γενικεύοντας, μπορούμε να έχουμε μια εικόνα των αναμενόμενων συμπτωμάτων ανά ηλικία χωρίζοντάς την σε 3 ζώνες: προσχολική (3 – 6 ετών), παιδική (6 – 12) και (προ)εφηβική (13 – 14 / 15 – 18+ ετών). Στην πρώτη μπορεί να έχουμε καθυστέρηση καθαρής ομιλίας, δυσκολίες στην απομνημόνευση των ημερών της εβδομάδας και αδυναμία έκφρασης κατάλληλων λέξεων (για παράδειγμα επανειλημμένα το παιδί να μην μπορεί να θυμηθεί πως λέγεται ο σκύλος ή το αυτοκίνητο). Αντίστοιχα, στην δεύτερη ηλικιακή ζώνη, συναντάμε πιο συχνά φτωχή ανάγνωση, σύγχυση στην σειρά των γραμμάτων λέξεων και αδυναμία φωναχτής ανάγνωσης. Τέλος, στην 3η ηλικιακή ζώνη, μπορούμε να παρατηρήσουμε αργή ανάγνωση, αδυναμία έκφρασης σκέψεων σε γραπτό λόγο, συντακτικά προβλήματα και προβλήματα στην κατανόηση κειμένων.
Κοντολογίς, η δυσλεξία, με τη σειρά της, διακλαδίζεται επίσης σε κατηγορίες, τις οποίες επίσης δεν πρέπει να συγχέουμε μεταξύ τους. Η δυσλεξία διασπάται αρχικά σε επίκτητη και εξελικτική, με τον όρο επίκτητη να ανταποκρίνεται σε μη δυσλεκτικά παιδιά, τα οποία άρχισαν να πάσχουν από δυσλεξία στην διάρκεια της ζωής τους λόγω εγκεφαλικών βλαβών και τον όρο εξελικτική να ανταποκρίνεται στα εκ’ γενετής δυσλεκτικά παιδιά τα οποία συνήθως έχουν και κάποιο κληρονομικό υπόβαθρο. Πιο ειδικευμένα, υποσκελισμένες αυτών των 2 κατηγοριών, έχουμε μορφές δυσλεξίας όπως η οπτική, που έχει ως επίπτωση την χαμηλή οπτική παρατηρητικότητα, αντίληψη και αναπαραγωγή οπτικών ακολουθιών, η ακουστική, που προκαλεί δυσχέρεια στην κατανόηση ηχητικών ακουσμάτων, ενώ δυσκολεύει το παιδί στην κατανόηση μαθημάτων που εστιάζουν στην ακουστική αντίληψη (όπως η ιστορία) και η γραπτή.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα συμπτωμάτων γραπτής δυσλεξίας αποτελούν: ο δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας, η αδυναμία διαχωρισμού των λέξεων, η παράλειψη στίξης, η καθρεπτική γραφή (Γ αντί για 7, ε αντί για 3, 8 αντί για θ) (καθρεπτική δυσλεξία) και η φτωχή ορθογραφία (ορθογραφική δυσλεξία). Από μια αντίθετη οπτική ωστόσο, η γραπτή δυσλεξία είναι και αυτή η οποία αντιμετωπίζεται πιο εύκολα. Τα συμπτώματά της είναι ξεκάθαρα και μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτά με διάφορα τεστ, ενώ η εξάλειψή της βασίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στην συνεχή εξάσκηση και στην βοήθεια από κατάλληλες πηγές.
Από την άλλη, ένα επιπλέον παράρτημα των μαθησιακών δυσκολιών, αποτελεί και η απόσπαση προσοχής, η οποία είναι αρκετά συχνή και μπορεί να καταπολεμηθεί ή και να εξαλειφθεί με την ωρίμανση του μαθητή. Η εξωτερική βοήθεια ωστόσο είναι και εδώ αποτελεσματική.
Η αντιμετώπιση μαθησιακών δυσκολιών και δυσλεξίας απαιτεί από γονείς και εκπαιδευτικούς να λάβουν υπόψη ηλικιακούς παράγοντες, αλλά ταυτόχρονα και τυχόν συνυπάρχουσες ψυχικές κυρίως ασθένειες, το αντιληπτικό και γνωστικό επίπεδο του παιδιού, το μαθησιακό προφίλ (ενδιαφέροντα, κλίσεις σε συγκεκριμένα μαθήματα…) και τη φυσική ομιλία.
H κυρία Αλίκη Κασσωτάκη είναι Λογοπεδικός MSc, BSc