Η διαλειμματική νηστεία αποτελεί έναν ιδιαίτερα δημοφιλή τύπο δίαιτας τα τελευταία χρόνια, διότι μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα στη σκληρή καθημερινότητα ενός σύγχρονου εργαζομένου ανθρώπου, ενώ παράλληλα προσφέρει την ελευθερία της κατανάλωσης αγαπημένων τροφών ακόμα και υψηλής θερμιδικής αξίας χωρίς να παρεμποδίζεται η επίτευξη της απώλειας βάρους.
Είναι όμως αυτή η συγκεκριμένη απώλεια τόσο υγιεινή όσο πιστεύεται ότι είναι; Ας δούμε τους τύπους, τα πλεονεκτήματα αλλά και τους κινδύνους για την υγεία αυτής της δίαιτας-νηστείας.
Τι ονομάζουμε διαλειμματική νηστεία;
Ο όρος διαλειμματική νηστεία (Δ.Ν.) χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια σειρά διατροφικών προτύπων κατά τα οποία καταναλώνονται ελάχιστες ή μηδενικές θερμίδες για χρονικές περιόδους που κυμαίνονται από 12 ώρες έως αρκετές ημέρες, κατ’ επανάληψη.
Οι κυριότεροι τύποι διαλειμματικής νηστείας είναι:
Η δίαιτα 16:8, στην οποία η κατανάλωση τροφής γίνεται σε μία περίοδο οκτώ ωρών μέσα στην ημέρα.
Η δίαιτα 5:2, στην οποία καταναλώνονται τροφές για πέντε ημέρες διαδοχικά και τις επόμενες δύο ημέρες ακολουθείται νηστεία.
Η εναλλακτική ημερήσια νηστεία, κατά την οποία τα άτομα που την εφαρμόζουν έχουν συνήθως μια ολόκληρη ημέρα νηστείας που ακολουθείται από μία ημέρα κανονικής σίτισης.
Η δίαιτα 20:4, στην οποία τα γεύματα της ημέρας καταναλώνονται μέσα σε μια χρονική περίοδο μόλις 4 ωρών.
Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της διαλειμματικής νηστείας είναι:
Η απώλεια βάρους, καθώς ο περιορισμός της λήψης τροφής για μεγάλο χρονικό διάστημα ευνοεί την απώλεια περιττών κιλών.
Η μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και κατ’ επέκταση η μείωση του κινδύνου εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.
Η καλύτερη εγκεφαλική λειτουργία, καθώς σύμφωνα με μελέτες σε πειραματόζωα, η διαλειμματική νηστεία οδηγεί στη δημιουργία νέων νευρικών κυττάρων.
Μειονεκτήματα της διαλειμματικής νηστείας
Παρά τα πλεονεκτήματά της, η διαλειμματική νηστεία κρύβει και αρκετούς κινδύνους για την υγεία, καθώς αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο σοκ για τον οργανισμό, γεγονός που μας αναγκάζει να είμαστε πιο σκεπτικοί απέναντι στην επιλογή της ως μοντέλο διατροφής. Συγκεκριμένα, υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης ναυτίας, εμετού, τριχόπτωσης, νευροπάθειας, διαταραχών ύπνου, ανωμαλιών στην έμμηνο ρύση, ανεπάρκειας βιταμινών και ιχνοστοιχείων και μείωσης της οστικής πυκνότητας.
Σε πρόσφατη μελέτη εξετάστηκαν δεδομένα από 1.339 συμμετέχοντες εκ των οποίων οι 687 ακολούθησαν διαλειμματική νηστεία και οι 652 ένα απλό ισορροπημένο πλάνο διατροφής με μείωση της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης. Παρόλο που στα άτομα που ακολούθησαν διαλειμματική νηστεία παρατηρήθηκε μείωση των επιπέδων της ολικής χοληστερόλης, της LDL χοληστερόλης και των τριγλυκερίδιων, η μείωση και των τριών αυτών παραμέτρων ήταν μεγαλύτερη στα άτομα που ακολούθησαν το πλάνο διατροφής με μειωμένη θερμιδική πρόσληψη.
Σε μια επίσης πολύ πρόσφατη μελέτη (2021) στο Σίδνεϊ, εξετάζοντας ποντίκια που ακολούθησαν διαλειμματική νηστεία παρατηρήθηκε ότι παρά την επίτευξη της απώλειας βάρους, το σπλαχνικό λίπος παρέμεινε σταθερό, οδηγώντας στο συμπέρασμα πως ένα ιστορικό επαναλαμβανόμενων περιόδων νηστείας είναι πιθανόν να πυροδοτεί μια διαδικασία διατήρησης του σπλαχνικού λίπους.
Αυτές οι δυο μελέτες καθώς και αρκετές παλαιότερες μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει κάποιος προφανής λόγος για να επιλέξει κανείς τη διαλειμματική νηστεία ως δίαιτα, καθώς υπάρχουν αρκετά πιο ασφαλείς τύποι δίαιτας που μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια βάρους και βελτίωση της υγείας και μάλιστα με πιο αποτελεσματικό τρόπο.