Η χρόνια ημικρανία αφορά στο 2% του γενικού πληθυσμού. Ως χρόνια, ορίζεται η ημικρανία που χαρακτηρίζεται από 15 ή και περισσότερες ημέρες κεφαλαλγίας σε ένα μήνα, από τις ημέρες αυτές οι 8 τουλάχιστον έχουν ημικρανικούς χαρακτήρες, για τουλάχιστον 3 συνεχόμενους μήνες. Από τους ασθενείς που πάσχουν από επεισοδιακή ημικρανία το 3% ετησίως μεταπίπτει σε χρόνια ημικρανία.
Πρόκειται για μία νευρολογική πάθηση που έχει σοβαρό κο
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επισημαίνει ότι προκαλεί σοβαρή αναπηρία και υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής. Δυστυχώς όμως, ακόμη και σήμερα, άνθρωποι που πάσχουν από χρόνια ημικρανία, είτε γιατί αγνοούν την ύπαρξη αποτελεσματικών θεραπειών είτε γιατί υποεκτιμούν τον αντίκτυπο που έχει η πάθηση στην ποιότητα της ζωής τους, αργούν να ζητήσουν ιατρική φροντίδα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρία Κεφαλαλγίας μόλις το 3-13% των ασθενών με ημικρανία λαμβάνει προφυλακτική αγωγή, ποσοστό εξαιρετικά χαμηλό αν αναλογιστεί κανείς το κοινωνικοοικονομικό
Όλοι οι ασθενείς με χρόνια ημικρανία χρήζουν θεραπευτικής αγωγής. Είναι απαραίτητο λοιπόν, οι ασθενείς αυτοί, να επισκέπτονται ειδικό νευρολόγο για την έγκαιρη και σωστή αντιμετώπιση της νόσου. Η αγωγή που θα λάβουν αφορά σε δύο σκέλη, πρώτον στην αγωγή οξείας φάσης προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα συμπτώματα κατά την κρίση και δεύτερον στη προφυλακτική αγωγή για τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του προβλήματος.
Στην οξεία, συμπτωματική αντιμετώπιση χορηγούνται απλά αναλγητικά, όπως μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη ή συνδυασμοί τους και σε πιο σοβαρές καταστάσεις συστήνονται φάρμακα με ειδική δράση στις ημικρανίες, οι τριπτάνες και τα εργοταμινικά. Όταν συνυπάρχει έντονη ναυτία ή έμετοι απαραίτητη είναι η χορήγηση αντιεμετικών. Μελέτες σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς αποδεικνύουν ότι το 31-69% αυτών των ασθενών θα κάνει κατάχρηση των φαρμάκων αυτών και αυτό καθιστά αναγκαία την έγκαιρη έναρξη προφυλακτικής αγωγής.
Η προφυλακτική αγωγή, ξεκινά από ειδικό νευρολόγο αφού αξιολογηθεί ο τρόπος ζωής, οι συνήθειες και η πιθανότητα συννοσηρότητας με άλλες καταστάσεις (π.χ. κατάθλιψη, διαταραχές ύπνου) που θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν, και αφού καθοριστούν οι προσδοκίες από την αγωγή, όπως η μείωση της συχνότητας, της έντασης και της διάρκειας της ημικρανικής κρίσης, όπως και η καλύτερη ανταπόκριση στην αγωγή οξείας φάσης.
Φάρμακα πρώτης γραμμής στην προφυλακτική αγωγή είναι η προπρανολόλη (αντιϋπερτασικό φάρμακο), η αμιτρυπτιλλίνη (αντικαταθλιπτικό φάρμακο) και η τοπιραμάτη (αντιεπιληπτικό φάρμακο). Οι ουσίες αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί με καλή αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση της επεισοδιακής ημικρανίας και για τον λόγο αυτό προτείνεται η χρήση τους και στη χρόνια ημικρανία. Για την τοπιραμάτη επιπλέον υπάρχουν δύο τουλάχιστον τυχαιοποιημένες μελέτες που υποστηρίζουν τη χρήση της στη χρόνια ημικρανία. Με την αγωγή πρώτης γραμμής αναμένεται ότι το 50% των ασθενών θα ανταποκριθεί με μείωση τουλάχιστον κατά 50% στη συχνότητα της κεφαλαλγίας μετά από θεραπεία για 3 μήνες στην κατάλληλη θεραπευτική δόση.
Φάρμακο δεύτερης γραμμής χαρακτηρίζεται η βοτουλινική τοξίνη τύπου Α, μόνη της ή σε συνδυασμό με κάποιο από τα φάρμακα πρώτης γραμμής. Η αγωγή αυτή προκειμένου να εφαρμοστεί επιτυχώς απαιτεί εξειδικευμένο γιατρό και σε βάθος χρόνου έχει αποδείξει το ασφαλές προφίλ της και την αποτελεσματικότητά της (κλινική εμπειρία και κλινικές μελέτες). Στα φάρμακα δεύτερης γραμμής έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια και μονοκλωνικά αντισώματα, ανταγωνιστές του σχετιζόμενου με το γονίδιο της καλσιτονίνης πεπτίδιο (Calcitoningene-relatedpeptide -CGRP). Βάσει κλινικών μελετών και της υπάρχουσας πλέον κλινικής εμπειρίας πρόκειται επίσης για φάρμακα αποτελεσματικά και με ασφαλές προφίλ τα οποία όμως, στην παρούσα φάση στη χώρα μας, λόγω του υψηλού τους κόστους, χορηγούνται μόνο επί αποτυχίας τουλάχιστον δύο άλλων θεραπευτικών αγωγών.
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι η χρόνια κεφαλαλγία είναι μία σοβαρή νευρολογική πάθηση, λόγω των συνεπειών της στην ποιότητα ζωής των ασθενών και το υψηλό κοινωνικό και οικονομικό της κόστος. Είναι ανάγκη να ενημερωθούν οι κοινωνίες από τους αρμόδιους φορείς ώστε οι ασθενείς να αναγνωρίζουν και να αξιολογούν τα συμπτώματα, προκειμένου να απευθύνονται εγκαίρως στον ειδικό νευρολόγο για να λάβουν τη σωστή, στοχευμένη και αποτελεσματική βοήθεια.