Σε μια χώρα με Μεσογειακό κλίμα, όπως η δική μας, το χιόνι αποτελεί σπάνιο θέαμα και η έλευσή του προκαλεί, πέρα από προβλήματα στις συγκοινωνίες, ενθουσιασμό και διάθεση για παιχνίδι. Για να μπορέσουμε να το απολαύσουμε χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο τα μάτια μας καλό είναι να γνωρίζουμε μερικές βασικές πληροφορίες.
Το λευκό χρώμα του φρέσκου χιονιού αντανακλά τη φωτεινή ακτινοβολία χαρίζοντας φως στο χιονισμένο τοπίο ακόμη κι αν ο ουρανός είναι σκοτεινός και συννεφιασμένος. Δυστυχώς, στην επιφάνειά του δεν αντανακλάται μόνο το ορατό φάσμα της ηλιακής ακτινοβολίας αλλά και το υπεριώδες τμήμα του (ευρέως γνωστό με τη συντομογραφία UV), οι βλαβερές επιπτώσεις του οποίου στα μάτια έχουν μελετηθεί εδώ και πολλά χρόνια.
Όλοι γνωρίζουν ότι σε μια ηλιόλουστη παραλία το καλοκαίρι θα πρέπει να προστατεύσουν τα μάτια τους. Σπάνια θα δει κανείς λουόμενους χωρίς τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας, όπως γυαλιά ηλίου ή καπέλο. Πολλοί λιγότεροι όμως, ειδικά αν δεν έχουν ασχοληθεί με τα σπορ του βουνού, ξέρουν ότι:
α) για κάθε 1000 μέτρα αύξησης του υψομέτρου η UV ακτινοβολία αυξάνεται κατά 10% και
β) μια χιονισμένη επιφάνεια, διαμέσου της αντανάκλασης, μπορεί να διπλασιάσει την έκθεση του ατόμου στις υπεριώδεις ακτίνες, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Κάποιος άπειρος στις συγκεκριμένες συνθήκες θα μπορούσε πολύ εύκολα να ξεγελαστεί από τη συννεφιά και το κρύο και να θεωρήσει ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ας δούμε τι βλάβες μπορεί να προκαλέσει στα μάτια η υπερβολική έκθεση, χωρίζοντάς τις σε οξείες και χρόνιες.
Στις οξείες θα συναντήσουμε την εξής μία με το όνομα φωτοκερατίτιδα, μια λέξη που δεν λέει πολλά στο κοινό αλλά στα Αγγλικά έχει αποδοθεί με τον σαφέστατο όρο “snow blindness”. Ο κερατοειδής χιτώνας είναι η πρώτη ανατομικη δομή από την οποία περνάει οποιαδήποτε ακτινοβολία προτού εισέλθει στον οφθαλμό, κατά συνέπεια είναι και το πιο εκτεθειμένο τμήμα της οπτικής συσκευής.
Η υπερβολική έκθεσή του στην υπεριώδη ακτινοβολία προκαλεί έγκαυμα στις ευαίσθητες διαφανείς δομές του με αποτέλεσμα ο ασθενής να εμφανίζει έντονο θάμβος οράσεως, δακρύρροια, πόνο, αίσθημα καύσου, φωτοφοβία ενώ οι περιβάλλοντες ιστοί (επιπεφυκότας, βλέφαρα) εκδηλώνουν έντονη ερυθρότητα και οίδημα. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως μετά την πάροδο κάποιων ωρών, είναι ιδιαίτερα δυσάρεστα και απαιτούν οφθαλμολογική εκτίμηση.
Οι γενικές αρχές αντιμετώπισής της είναι η συχνή χρήση τοπικών λιπαντικών προκειμένου να διευκολυνθεί η αποκατάσταση της οφθαλμικής επιφάνειας, η αποφυγή της έκθεσης στο φως ακόμη και με τη χρήση σκούρων γυαλιών μέσα στο σπίτι και η χρήση παυσίπονων. Κρύα επιθέματα μπορούν να βοηθήσουν στην ανακούφιση των βλεφάρων.
Με τη σωστή αγωγή και αν δεν προϋπάρχει κάποιο νόσημα του κερατοειδούς, η φωτοκερατίτιδα υποχωρεί γρήγορα αφήνοντας πίσω της μόνο ένα επώδυνο μάθημα. Τι γίνεται, όμως, σε περιπτώσεις όπου η έκθεση είναι υπολογίσιμη αλλά όχι τόσο υπερβολική ώστε να την προκαλέσει;
Το άτομο μένει με την εντύπωση ότι δεν έκανε κάτι επικίνδυνο και δεν έχει κανένα λόγο να μην επαναλάβει τη βόλτα στα χιόνια χωρίς τη χρήση προστατευτικού εξοπλισμού. Αν έχει σχηματίσει, μάλιστα, την εντύπωση ότι “ο ήλιος δεν τον ενοχλεί” τότε είναι πιθανό να μην προστατεύει τα μάτια του και το καλοκαίρι, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για να εκδηλωθούν οι χρόνιες βλάβες από την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία.
Ξεκινώντας από έξω προς τα μέσα, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε την αναφορά στο δέρμα των βλεφάρων, το οποίο διατρέχει κίνδυνο εμφάνισης καλοήθων (ακτινική κεράτωση) αλλά και κακοήθων βλαβών. Στον επιπεφυκότα, το «λευκό» του ματιού, μπορούν να εμφανιστούν πτερύγια, βλάβες ακίνδυνες αλλά μερικές φορές ενοχλητικές, τα οποία μπορούν να αφαιρεθούν χειρουργικά αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις.
Περνώντας στα ενδότερα, οι βλάβες έχουν να κάνουν με την ταχύτερη γήρανση ανατομικών δομών του οφθαλμού, όπως ο κρυσταλλοειδής φακός και η ωχρά κηλίδα και να εκδηλωθούν με την πρόωρη έλευση καταρράκτη και εκφύλισης αντίστοιχα. Όσον αφορά στον καταρράκτη η θεραπεία είναι χειρουργική, ασφαλής και οριστική ενώ για την εκφύλιση της ωχράς κηλίδας δεν υπάρχει οριστική θεραπεία.
Ευνόητο, λοιπόν, είναι ότι οποιαδήποτε εξόρμηση στα χιόνια, ειδικά αν είναι πολύωρη, θα πρέπει να γίνεται μετά από κατάλληλη προετοιμασία. Το δέρμα του προσώπου θα πρέπει να προστατευθεί με τη χρήση αντι-ηλιακών σκευασμάτων. Η απόλυτη προστασία για τα μάτια θα ήταν γυαλιά τύπου μάσκας, όπως αυτά των σκιέρ, ώστε να παρεμποδίζεται πλήρως η είσοδος των UV ακτίνων. Αν αυτό δεν είναι εφικτό, επιβάλλεται να φορεθεί οποιοδήποτε γυαλί ηλίου με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιφάνεια. Εννοείται, ότι θα πρέπει οι φακοί να εξασφαλίζουν 100% απορροφητικότητα από UVA και UVB ακτινοβολία.