Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ως αυτοκτονία ορίζεται ο θάνατος ενός ατόμου από το ίδιο του το χέρι με σαφή ή συγκαλυμμένη πρόθεση να τερματίσει τη ζωή του. Η αυτοκτονικότητα ως έννοια περιλαμβάνει ιδέες και συμπεριφορές, που εκτείνονται από τον αυτοκτονικό ιδεασμό (σκέψεις τερματισμού της ζωής), την απόπειρα αυτοκτονίας (αυτοκαταστροφική συμπεριφορά ενός ατόμου με σκοπό να δώσει τέλος στη ζωή του, που δεν έχει όμως μοιραίο αποτέλεσμα) έως την τετελεσμένη ή επιτυχημένη αυτοκτονία, χωρίς ωστόσο να ακολουθείται πάντα η παραπάνω αλληλουχία.
Η αυτοκτονία περιλαμβάνεται εντός των δέκα κυριότερων αιτιών θανάτου στις περισσότερες χώρες για τις οποίες διατίθενται δεδομένα και αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου στα νεαρά άτομα. Σύμφωνα πάλι με τα στατιστικά δεδομένα του ΠΟΥ (2014) παρατηρείται αύξηση του συνολικού ποσοστού των αυτοκτονιών κατά 60% τα τελευταία 45 χρόνια. Περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι αυτοκτονούν κάθε χρόνο, γεγονός που μεταφράζεται ως ένας θάνατος σχεδόν κάθε 40 δευτερόλεπτα. Από τα ίδια δεδομένα εκτιμάται ότι μεταξύ των ατόμων άνω των 18 ετών στις ΗΠΑ, 10-40 απόπειρες αυτοκτονίας αντιστοιχούν σε μία επιτυχημένη αυτοκτονία, ποσοστό που αυξάνει σημαντικά μεταξύ των ηλικιών 15-24 ετών. Το φύλο παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην αυτοκτονική συμπεριφορά: οι άνδρες αυτοκτονούν 3 φορές πιο συχνά από ότι οι γυναίκες και χρησιμοποιούν πιο βίαια μέσα, ενώ οι γυναίκες αποπειρώνται αυτοκτονία 4 φορές συχνότερα από τους άνδρες.
Στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών πραγματοποιήθηκαν αρκετές επιδημιολογικές μελέτες με σκοπό να διερευνήσουν τις αλλαγές των δεικτών αυτοκτονίας, κυρίως στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Αν και τα αποτελέσματα των μελετών παρουσιάζονται αντικρουόμενα, με μερικές από αυτές να ανιχνεύουν σημαντική αύξηση των δεικτών και άλλες να μην το επιβεβαιώνουν, διαφαίνεται ωστόσο σύγκληση απόψεων σχετικά με την αύξηση των αυτοκτονιών κατά 27% περίπου τα έτη 2008-2011. Παρατηρήθηκε, επίσης, στατιστικά σημαντική αύξηση του συνολικού Ειδικού Δείκτη Αυτοκτονιών (ΕΔΑ) (αριθμός των αυτοκτονιών ανά 100.000 κατοίκους) για τα άτομα ηλικίας 50-54 ετών, του συνολικού ανδρικού πληθυσμού και για τις ανδρικές ηλικιακές ομάδες 50-54, 45-49 και 30-34 ετών. Για το ίδιο χρονικό διάστημα, δεν εντοπίστηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στο συνολικό ΕΔΑ ή στα ΕΔΑ όλων των ηλικιακών φασμάτων του γυναικείου πληθυσμού. Ωστόσο, συγκρίνοντας τα έτη 2003-2010 και 2011-2012, η μεγαλύτερη αύξηση στους δείκτες εμφανίστηκε στις γυναίκες ηλικίας 15-19, 20-24, 35-39 και 55-59 ετών. Σε αντίθεση, η μεγαλύτερη αύξηση στους άνδρες παρατηρήθηκε στην ηλικιακή ομάδα των 55-59 ετών στην ίδια χρονική περίοδο.
Αν και η χρονική αλληλουχία γεγονότων και ευρημάτων υπονοεί μία πιθανή σχέση μεταξύ οικονομικών μεταβλητών και αυτοκτονιών, ωστόσο δεν έχει αποδειχτεί αιτιολογική συσχέτιση, ενώ παραμένει ισχυρό επιχείρημα το ότι η παρουσία ψυχοπαθολογίας αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση αυτοκτονικών συμπεριφορών. Συγκεκριμένα, στους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας συγκαταλέγονται οι κάτωθι:
Φύλο: Οι άνδρες οδηγούνται σε επιτυχημένη αυτοκτονία πιο συχνά από τις γυναίκες, οι οποίες αποπειρώνται συχνότερα. Ο υψηλότερος δείκτης αυτοκτονιών στους άνδρες σχετίζεται με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν. Οι άνδρες χρησιμοποιούν πυροβόλα όπλα, απαγχονισμό ή πτώσεις ενώ οι γυναίκες τείνουν να χρησιμοποιούν πιο συχνά μεγάλες δόσεις ψυχοφαρμάκων ή δηλητήρια, αν και αρχίζουν και αυτές να χρησιμοποιούν όπλα πιο συχνά. Η εύκολη πρόσβαση σε τέτοια μέσα δρα επιβαρυντικά.
Ηλικία: Γενικά με την αύξηση της ηλικίας αυξάνουν και δείκτες. Τα ηλικιωμένα άτομα αποπειρώνται με μικρότερη συχνότητα αλλά επιτυγχάνουν πιο συχνά. Μεταξύ των ανδρών οι αυτοκτονίες κορυφώνονται μετά την ηλικία των 45 ετών και κυρίως μετά τα 75 έτη. Για τις γυναίκες τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στις ηλικίες 45-55 ετών.
Φυλή: Ο δείκτης αυτοκτονιών στους καυκάσιους είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν στις υπόλοιπες φυλές.
Οικογενειακή κατάσταση: Ο γάμος σε συνδυασμό με την ύπαρξη παιδιών φαίνεται ότι μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο αυτοκτονίας, κάτι που αντιστρέφεται σε περίπτωση διαζυγίου ή χηρείας.
Απασχόληση: Γενικά η εργασία προστατεύει από τον κίνδυνο αυτοκτονίας, ο οποίος αυξάνεται σε περίπτωση ανεργίας, πρόσφατης αποτυχίας ή απώλειας κοινωνικής θέσης.
Σωματική υγεία: Η ύπαρξη χρόνιας ή θανατηφόρου σωματικής ασθένειας πιστεύεται ότι είναι σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στο 11-51% όλων των αυτοκτονιών. Ο κίνδυνος αυξάνει με την ηλικία.
Ψυχική υγεία: Έχει βρεθεί ότι σε ποσοστό άνω του 90% των ατόμων που αυτοκτονούν έχει τεθεί κάποια ψυχιατρική διάγνωση, όπως συναισθηματικές διαταραχές (κυρίως μείζων κατάθλιψη, μονοπολική ή διπολική και κατάθλιψη με ψυχωτικά στοιχεία), αγχώδεις διαταραχές, σχιζοφρένεια, διαταραχές προσωπικότητας, κατάχρηση αλκοόλ ή/και άλλων ουσιών, οργανικό ψυχοσύνδρομο). Ωστόσο, η ύπαρξη ψυχιατρικής πάθησης δεν πρέπει να θεωρείται πάντα δεδομένη.
Ιστορικό αυτοκτονιών σε μέλη του οικογενειακού περιβάλλοντος ή προηγούμενη απόπειρα αυτοκτονίας από το ίδιο το άτομο.
Η αυτοκτονία αποτελεί ένα πολύπλοκο φαινόμενο. Συνήθως αναδύεται σε μια προβληματική κατάσταση ή κρίση που χαρακτηρίζεται από ψυχολογική κακουχία, αίσθημα απελπισίας, αβοηθητότητας, απόγνωσης και αβάσταχτου πόνου. Ο υποκειμενικός σκοπός στην αυτοκτονία είναι η αναζήτηση λύσης η οποία θα επιτευχθεί με την παύση της επώδυνης εμπειρίας. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί και ή ύπαρξη σε άλλοτε άλλο βαθμό παρορμητικών στοιχείων προσωπικότητας, διαχρονικών δυσκολιών του ατόμου να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις και να αντέξει τη ματαίωση των αναγκών του, πεποίθησης ότι η αυτοκτονία αποτελεί τη μοναδική έξοδο από την αντιξοότητα, που αποκαλύπτει έναν άκαμπτο ή πολωμένο τρόπο σκέψης με χαρακτηριστικά «άσπρο ή μαύρο». Ωστόσο, συχνά υπάρχει ένα αμφιθυμικό στοιχείο σχετικά με την επιτέλεση της πράξης, που μπορεί να οδηγήσει και σε καλυμμένη έκφραση της αυτοκτονικής πρόθεσης.
Οι παρακάτω συμπεριφορές δυνητικά θέτουν την υπόνοια αυτοκαταστροφικών σκέψεων. Επιπλέον προσοχή χρειάζεται σε περίπτωση που εμφανίζονται για πρώτη φορά, έχουν αυξηθεί ή επιδεινωθεί ή συνδέονται με πρόσφατο ψυχοπιεστικό γεγονός ή απώλεια.
- Συζητήσεις σχετικά με επιθυμία θανάτου ή αυτοκαταστροφής
- Αναζήτηση πιθανών τρόπων αυτοκτονίας (για παράδειγμα στο διαδίκτυο ή πρόσφατη αγορά όπλου)
- Αναφορές σε αισθήματα απελπισίας ή σε ματαιότητα της ζωής
- Αναφορές ότι το άτομο αισθάνεται παγιδευμένο σε μία κατάσταση ή ότι αισθάνεται αφόρητο ψυχικό πόνο ή ότι γίνεται «βάρος» στους άλλους ανθρώπους
- Απροθυμία να παρέχει πληροφορίες στον ειδικό κατά την εκτίμηση του κινδύνου αυτοκτονικότητας
- Αυξημένη χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών ή φαρμάκων
- Έντονη ανησυχία ή επιθετικότητα, συμπεριφορές οργής και εκδικητικότητας
- Απερίσκεπτες συμπεριφορές
- Διαταραχές ύπνου (αυξημένος ή μειωμένος)
- Απόσυρση από κοινωνικές δραστηριότητες, φιλικές συναναστροφές ή οικογενειακά δρώμενα
- Διακυμάνσεις συναισθηματικής κατάστασης
Σε περίπτωση που καταλαβαίνουμε ότι κάποιος άνθρωπος που γνωρίζουμε και συναναστρεφόμαστε βρίσκεται σε δύσκολη ψυχολογική κατάσταση και υπάρχουν υπόνοιες για αυτοκτονικές σκέψεις χρειάζεται να απευθυνθούμε σε ειδικό ψυχικής υγείας. Η υποστηρικτική παρουσία των προσφιλών του προσώπων και η προσπάθεια κατανόησης θα βοηθήσει σημαντικά στο να καμφθούν οι οποιεσδήποτε αντιρρήσεις σχετικά με την ψυχιατρική εκτίμηση που μπορεί να έχει το ίδιο το άτομο. Τις περισσότερες φορές η έγκαιρη εκτίμηση, η ταχεία έναρξη φαρμακευτικής αγωγής ή η εισαγωγή στο νοσοκομείο έχουν αποδειχθεί ικανά μέσα για την πρόληψη μιας αυτοκτονίας. Η συνεργασία του οικογενειακού περιβάλλοντος με τον ψυχίατρο αποτελεί πολύτιμη βοήθεια για μία συντονισμένη προσπάθεια αντιμετώπισης της αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς.
Η κ. Ευερίνα Κατιρτζόγλου είναι Ψυχίατρος, Επιστηµονικός Συνεργάτης Πανεπιστηµίου Αθηνών, Α’ Ψυχιατρική Κλινική Αιγινήτειο Νοσοκοµείο