Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής είναι: η Ψυχογενής Ανορεξία, η Ψυχογενής Βουλιμία και η Επεισοδιακή Υπερφαγία.
Η Ψυχογενής Ανορεξία είναι ένα σύνδρομο αυτοεπιβαλλόμενης ασιτίας, στο οποίο το άτομο με τη θέλησή του περιορίζει την πρόσληψη τροφής, καθώς φοβάται έντονα μήπως πάρει βάρος και γίνει παχύ. Τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η άρνηση το άτομο να διατηρήσει ένα ελάχιστο φυσιολογικό βάρος, έντονος φόβος το άτομο για το πάχος, διαταραχή στη σωματική εικόνα, σημαντική απώλεια βάρους και αμηνόρροια στις γυναίκες. Η λέξη ανορεξία είναι αποπροσανατολιστική. Η Ψυχογενής Ανορεξία δεν είναι διαταραχή της όρεξης, γιατί η όρεξη δεν προσβάλλεται παρά μόνο αργά στην πορεία της νόσου. Πρόκειται για διαταραχή στην αίσθηση του εαυτού, της ταυτότητας και της αυτονομίας.
Η Ψυχογενής Βουλιμία είναι τα επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας, στη διάρκεια των οποίων το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να ελέγχει τον εαυτό του, ώστε να σταματήσει να τρώει. Επίσης γίνεται χρήση αντισταθμιστικών μεθόδων, όπως πρόκληση εμετού, καθαρτικών, διουρητικών, νηστείας ή υπερβολικής άσκησης για να μην πάρει βάρος. Το άτομο ασχολείται σε υπερβολικό βαθμό με το βάρος και το σχήμα του σώματός του.
Η Επεισοδιακή Υπερφαγία είναι η συνεχής κατανάλωση φαγητού. Το άτομο καταναλώνει μεγάλη ποσότητα φαγητού μέσα σε λίγη ώρα με γρήγορο ρυθμό, τρώει κρυφά και κυρίως το βράδυ. Νιώθει αρνητικά συναισθήματα, ντρέπεται και ορκίζεται ότι δεν θα ξαναγίνει. Η διαταραχή αυτή εμφανίζεται και σε άτομα με φυσιολογικό βάρος.
Στην ψυχοπαθολογία των διατροφικών διαταραχών αυτά που παρατηρούμε είναι ότι τα άτομα που πάσχουν αδυνατούν να διαχειριστούν το άγχος τους και συχνά δεν αναγνωρίζουν ή δεν μπορούν να εκφράσουν σωστά το συναίσθημα. Τα άτομα με διατροφικές διαταραχές παρουσιάζουν συμπεριφορές κοινές με ιδεοψυχαναγκασμούς εφόσον χρησιμοποιούν, τελετουργικά, παρουσιάζουν εμμονές και συχνά εστιάζουν στις λεπτομέρειες. Παρουσιάζουν κοινά με εθιστικές συμπεριφορές.
Τα αποτελέσματα των διατροφικών διαταραχών είναι, ότι οδηγούν τα άτομα που πάσχουν, σε σημαντική εξασθένιση της φυσικής τους υγείας, της ψυχολογίας και της διαπροσωπικής τους λειτουργίας.
Mια νέα μέθοδος που εστιάζει στην νευροβιολογία του εγκεφάλου και στη σχέση της με την εμφάνιση, εξέλιξη αλλά και αντιμετώπιση της ψυχογενούς ανορεξίας εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ. Πρόκειται για τη θεραπευτική παρέμβαση Brain Based Family Eating Disorders Treatment, διάρκειας 32 ωρών, η οποία εφαρμόζεται σε ασθενείς -εφήβους και ενήλικες καθώς και στις οικογένειές τους- με εξαιρετικά αποτελέσματα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο International Journal of Eating Disorders. Οι μελέτες ανακάλυψαν ότι η ανορεξία δεν είναι απλά μια διαταραχή του ατόμου, αλλά μια πραγματική ασθένεια. Θεωρούμε πως τα αίτιά της σχετίζονται με την έκφραση και το συνδυασμό γονιδίων, γι’ αυτό και παρουσιάζεται σε συγκεκριμένο ποσοστό ανθρώπων.
Χωρίς τροφή ο εγκέφαλος εμφανίζει βλάβες σε 8 σημεία (τα οποία είναι πλέον χαρτογραφημένα), καθώς το πάνω μέρος του είναι σε υπερδιέγερση και το κάτω υπολειτουργεί. Την ίδια στιγμή, οι νευρώνες λόγω έλλειψης γλυκόζης, σεροτονίνης και ντοπαμίνης δεν μεταδίδουν επαρκώς τα μηνύματα προς τον εγκέφαλο. Με λίγα λόγια, σε άτομα με ανορεξία το σύστημα βραχυκυκλώνει. H βιβλιογραφία, πλέον, επίσημα καταγράφει τη νόσο ως “brain based mental illness”. Η κατανόηση των νευροβιολογικών μηχανισμών που αποτελούν τη βάση της εμφάνισης και της διατήρησης της νευρικής ανορεξίας αποτελεί το εφαλτήριο για την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών στρατηγικών.
Οι ιατρικές επιπλοκές της ψυχογενούς ανορεξίας σχετίζονται κυρίως με τον υποσιτισμό. Ο οργανισμός σε μία προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας πέφτει σε “χειμερία νάρκη”. Παρατηρείται ξηρότητα του δέρματος, υπερτρίχωση στο πρόσωπο, πτώση των τριχών της κεφαλής, αλλαγές στα νύχια, υποθερμία, βραδυκαρδία, υπόταση, ζάλη, καρδιακές αρρυθμίες, ατροφία του εγκεφάλου με συνέπειες δυσκολία στη συγκέντρωση, την προσοχή και τη μνήμη, εκνευρισμός, κατάθλιψη, μυοπάθεια, δυσκοιλιότητα, αμηνόρροια, αναστολή της αύξησης του ύψους στην εφηβική ηλικία και εμφάνιση πρώιμης οστεοπόρωσης είναι μερικά από τα συμπτώματα της νόσου. Η ψυχογενής ανορεξία μπορεί να συνυπάρχει με άλλες ψυχικές διαταραχές, όπως κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές και διαταραχές προσωπικότητας. Στη ψυχογενή ανορεξία, ολόκληρος ο οργανισμός αναγκάζεται να επιβραδύνει τη λειτουργία του, προκειμένου να διασώσει ενέργεια. Έτσι, επηρεάζεται η ανάπτυξη του εφήβου, διαταράσσεται η λειτουργία της καρδιάς, η πυκνότητα των οστών, οι ηλεκτρολύτες και τα υγρά του σώματος. Υπάρχει δυσανεξία στο κρύο, κούραση και αδυναμία. Η θνητότητα ανέρχεται περίπου στο 12% -15%των ασθενών. Ο θάνατος προέρχεται κυρίως από τις καρδιολογικές επιπλοκές του υποσιτισμού, από ηλεκτρολυτικές διαταραχές ή μπορεί να οφείλεται σε αυτοκτονία.
Η αντιμετώπιση της ψυχογενούς ανορεξίας είναι δύσκολη, απαιτεί προσέγγιση του προβλήματος από μια θεραπευτική ομάδα ειδικών και συνίσταται σε τακτικό ιατρικό έλεγχο, εφαρμογή προγράμματος σίτισης και σε ψυχολογική θεραπεία του ασθενούς και της οικογένειας. Όταν η εξωνοσοκομειακή αντιμετώπιση αποτύχει ή κατάσταση θρέψης του ασθενούς απειλεί τη ζωή του ενδείκνυται η εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Στην ψυχογενή βουλιμία, ο φαύλος κύκλος μεταξύ υπερφαγίας και έμετου/λήψης χαπιών προκαλεί προβλήματα στο στομάχι, στον οισοφάγο, στα δόντια καθώς και διαταραχές στους ηλεκτρολύτες, αστάθεια στους βιοχημικούς δείκτες του σώματος. Η αστάθεια στους ηλεκτρολύτες οφείλεται στην αφυδάτωση, η οποία επέρχεται από την απώλεια καλίου, νατρίου και χλωρίου λόγω των αυτοπροκαλούμενων εμετών. Αυτές οι καταστάσεις ενδέχεται να επηρεάσουν με τη σειρά τους τόσο την καρδιά, όσο και τις λειτουργίες άλλων ζωτικών οργάνων του σώματος.
Στη επεισοδιακή υπερφαγία, οι συνέπειες είναι παρόμοιες με αυτές της παχυσαρκίας και κυρίως υψηλή πίεση, χοληστερίνη, διαβήτης και καρδιαγγειακά προβλήματα.
Τα άτομα που εκδηλώνουν διατροφικές διαταραχές πρέπει να ζητήσουν τη βοήθεια ειδικών. Εκπαιδεύονται από τον ειδικό ψυχικής υγείας και τον διατροφολόγο σχετικά με τις διατροφικές του ανάγκες, το πώς λειτουργεί η τροφή σαν φάρμακο για τον οργανισμό και ποιες είναι οι απαραίτητες «δόσεις» που πρέπει να πάρει για να μπορεί να αρχίσει ξανά να λειτουργεί με υγιείς τρόπους ο εγκέφαλος και το σώμα του. Όσο πιο σύντομα αναζητήσουν τη θεραπεία, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες για σωματική και ψυχική ανάρρωση.