Η αορτή είναι το μεγαλύτερο αγγείο του σώματος το οποίο ξεκινά από την καρδιά περνά από τον θώρακα και την κοιλιά και τελικά χωρίζεται στις δύο λαγόνιες αρτηρίες. Το τμήμα της αορτής το οποίο ευρίσκεται στην κοιλιά ονομάζεται κοιλιακή αορτή και τροφοδοτεί με αίμα όλα τα όργανα της κοιλιάς και τα δύο κάτω άκρα. Φυσιολογικά η κοιλιακή αορτή έχει μήκος 1,8 – 2,2εκ.

Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι η διάταση (το ξεχείλωμα με άλλα λόγια) της κοιλιακής αορτής. Είναι το συχνότερο ανεύρυσμα που αντιμετωπίζουμε στην αγγειοχειρουργική και προσβάλλει συνήθως άντρες μεγαλύτερης ηλικίας, καπνιστές και 1ου βαθμού συγγενείς ασθενών με ΑΚΑ.

Είναι μία επικίνδυνη ασθένεια διότι συνήθως δεν δίνει συμπτώματα παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά, δηλαδή όταν έχει σπάσει.

Οι περισσότεροι ασθενείς δεν αισθάνονται κανένα απολύτως σύμπτωμα. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να αισθάνονται μία σφύζουσα μάζα στην κοιλιακή χώρα. Ξαφνικός πόνος στη κοιλιά ή στη μέση, ζαλάδα, λιποθυμία είναι συμπτώματα ρήξεως.  Σε σπάνιες περιπτώσεις οι ασθενείς μπορούν να νιώσουν κοιλιακό πόνο ή πόνο στα κάτω άκρα λόγω εμβολισμού θρομβωτικού υλικού από το ανεύρυσμα.

Το ανεύρυσμα, συνήθως, με το καιρό μεγαλώνει και κάποια στιγμή, εάν δεν θεραπευθεί, σπάει και έχουμε μια κατακλυσμιαία εσωτερική αιμορραγία με πολλή μεγάλη θνητότητα

Πώς γίνεται η διάγνωση;

Η διάγνωσή γίνεται πάρα πολύ εύκολα με υπερήχους.

Μετά την ηλικία των 60-65  ετών κάθε άνθρωπος (ιδιαίτερα οι άνδρες) πρέπει να κάνει έλεγχο για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής με υπερήχους.

Όποιος ή όποια (άντρας η γυναίκα δηλαδή) έχει συγγενή πρώτου βαθμού με ανεύρυσμα πρέπει να κάνει τον έλεγχο νωρίτερα, περίπου στην ηλικία των 50 ετών. Επίσης, συνήθως με υπερήχους γίνεται και η παρακολούθηση όσων έχουν ένα ήδη διαγνωσμένο ανεύρυσμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται και αξονική τομογραφία.

Θεραπεία

Δεν υπάρχει φάρμακο για τη θεραπεία του ανευρύσματος. Τα μικρά ανευρύσματα χρειάζονται τακτική παρακολούθηση, διακοπή του καπνίσματος και έλεγχο της αρτηριακής πίεσης. Εάν το ανεύρυσμα αυξηθεί πάνω από ένα όριο (από 5 έως 5,5 εκ) ή δώσει συμπτώματα χρειάζεται επεμβατική θεραπεία, είτε με ανοικτή επέμβαση είτε με αναίμακτη παρέμβαση.

Η ανοικτή επέμβαση είναι μια βαρειά επέμβαση η όποια απαιτεί γενική νάρκωση, νοσηλεία στη ΜΕΘ, μακροχρόνια και επίπονη ανάρρωση και έχει και σημαντικές πιθανότητες σοβαρών επιπλοκών. Στη διαδερμική αναίμακτη μέθοδο η αποκατάσταση του ανευρύσματος γίνεται από το εσωτερικό του αγγείου (για το λόγο αυτό ονομάζεται και ενδαγγειακή).  Με τοπική αναισθησία και με δυο παρακεντήσεις (δηλαδή τσιμπήματα) στη βάση των μηρών η σπανιότερα με δύο μικρές τομές φθάνουμε στο εσωτερικό του ανευρύσματος

Η αποκατάσταση του  γίνεται τοποθετώντας ένα συνθετικό μόσχευμα το οποίο στηρίζεται στο εσωτερικό των αγγείων με ειδικά διαμορφωμένα stents.

Σε μια η δύο ημέρες ο ασθενής φεύγει από το νοσοκομείο και η ανάρρωση του είναι ταχύτατη και ανώδυνη.

Τα προτερήματα της αναίμακτης μεθόδου είναι προφανή: αποφυγή γενικής νάρκωσης, απουσία κοιλιακής τομής, μονοήμερη νοσηλεία στον όροφο χωρίς μονάδα εντατικής, ελαττωμένες επιπλοκές, γρήγορη ανάρρωση και πλήρη απουσία μετεγχειρητικού πόνου. Η διαδερμική αναίμακτη (ενδαγγειακή) μέθοδος εφαρμόζεται στις περισσότερες, αλλά όχι σε όλες τις περιπτώσεις ανευρύσματος κοιλιακής αορτής.

Και στις δύο μεθόδους υπάρχουν σαφείς ενδείξεις και αντενδείξεις.

Τα αποτελέσματα της διαδερμικής αναίμακτης χειρουργικής είναι άριστα όταν διενεργούνται από αγγειοχειρουργούς με εμπειρία και στις δυο μεθόδους, σε ειδικά εξοπλισμένα χειρουργεία (τα λεγόμενα υβριδικά), κάνοντας χρήση υλικών τελευταίας τεχνολογίας.