Η οργάνωση και η λειτουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος ΠΦΥ με έμφαση στην πρόληψη και στην προαγωγή υγείας του πληθυσμού παραμένουν ζητούμενα. Παρότι στα λόγια όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων τριών δεκαετιών έδιναν έμφαση στις πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας, ουσιαστική και σοβαρή επένδυση ουδέποτε έγινε σε αυτές. Με κατακερματισμένες και ανεπαρκείς πρωτοβάθμιες δομές υγείας αλλά και με ανύπαρκτη κουλτούρα των πολιτών για τη διενέργεια προληπτικών εξετάσεων μπήκε η Ελλάδα στην οικονομική κρίση και με αυτές τις «μαύρες τρύπες» συνεχίζει να πορεύεται. Οι πολίτες που συρρέουν στα Επείγοντα των εφημερευόντων νοσοκομείων αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη για την ανύπαρκτη ΠΦΥ -αλλά και το βάρος που σηκώνουν τα νοσοκομεία, παρότι μονάδες τριτοβάθμιας περίθαλψης.
Με τον νόμο Ν. 4486/2017 η κυβέρνηση ξεκίνησε την υλοποίηση μιας εμβληματικής μεταρρύθμισης όπως χαρακτήρισε την ΠΦΥ, βασιζόμενη σε πρόγραμμα ΕΣΠΑ, διάρκειας 4 χρόνων. Το γεγονός αυτό τορπίλισε εξαρχής τη συνέχεια της ΠΦΥ. Επιπλέον, η έλλειψη σχεδιασμού και εναλλακτικών, σε συνδυασμό με την αγωνία του υπουργείου Υγείας να φανεί παραχθέν έργο, έχουν δημιουργήσει σήμερα ενα στρεβλό σύστημα που μοιάζει να «τρώει» τους πολίτες του, υγιείς και ασθενείς.
Εξαγγέλθηκαν 239 Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ) οι οποίες θα λειτουργούσαν μέχρι το τέλος του 2018 σε όλη τη χώρα, στοχευμένα σε περιοχές, συμπληρώνοντας Κέντρα Υγείας ή Πολυϊατρεία του πρώην ΙΚΑ. Οι ΤΟΜΥ, όμως, ανοίγουν με ρυθμό χελώνας και μόλις έγιναν 130 και με «ξεχειλωμένο» το χρονοδιάγραμμα.
Οι γιατροί που θα τις στελέχωναν ακόμη αναζητούνται. Από τις 1.200 θέσεις που έχουν προκηρυχθεί δυο φορές, έχουν καλυφθεί οι 500. Με τον ίδιο ρυθμό καλύπτονται και οι θέσεις των 2.800 οικογενειακών γιατρών που θα συμβάλλονται με τον ΕΟΠΥΥ προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους πολίτες. Λιγότεροι από 800 παθολόγοι, γενικοί γιατροί και παθολόγοι εχουν συμβληθεί με τον Οργανισμό, οι περισσότεροι εκ των οποίων στην περιφέρεια. Το λεκανοπέδιο παραμένει ακάλυπτο.
Σε μία προσπάθεια να καλυφθούν τα κενά στην ΠΦΥ η ηγεσία του υπουργείου Υγείας «βάφτισε» οικογενειακούς γιατρούς τους παθολόγους, γενικούς γιατρούς και παιδιάτρους των Κέντρων Υγείας και των πρώην Πολυιατρείων του ΙΚΑ. Ωστόσο, πριν απο λίγες ημέρες, η δικαιοσύνη, όπου είχαν προσφύγει γιατροί από μονάδες της Αττικής, ακύρωσε την υποχρεωτική μετατροπή τους σε οικογενειακούς γιατρούς.
Έτσι, μοιραία, μπορεί η κυβέρνηση να ευαγγελίζεται την καθολική κάλυψη του πληθυσμού από γιατρούς της ΠΦΥ, η πραγματικότητα όμως απέχει πολύ από τους στόχους: μόλις δύο στους δέκα Έλληνες έχουν εγγραφεί σε οικογενειακό γιατρό, έχοντας κάλυψη για υπηρεσίες ΠΦΥ. Οι άλλοι συρρέουν στα νοσοκομεία, στα τακτικά ή στα έκτακτα ιατρεία, για να αντιμετωπίσουν κατά κύριο λόγο μη έκτακτα και αιφνίδια προβλήματα υγείας τους. Ο αριθμός των εισαγωγών στα νοσοκομεία μετά τις εφημερίες είναι αδιάψευστος μάρτυρας: μόλις το 10% όσων εξετάζονται στα Επείγοντα εισάγονται για νοσηλεία.
Η έλλειψη δομών είναι η μία «μαύρη τρύπα» που καταπίνει την ΠΦΥ. Η άλλη είναι η απουσία κουλτούρας πρόληψης στους Έλληνες. Ο προληπτικός έλεγχος της υγείας δεν αποτελεί αναγκαιότητα για την πλειονότητα του πληθυσμού, ούτε προτεραιότητα της πολιτείας. Τα στοιχεία έρευνας που διενεργήθηκε το 2017 από το Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας και το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής είναι αποκαλυπτικά: Οι μισές περίπου γυναίκες άνω των 50 ετών δεν έχουν πραγματοποιήσει μαστογραφία στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, το 40% των γυναικών 21-69 ετών δεν έχει πραγματοποιήσει τεστ ΠΑΠ, ενώ στους άντρες και στις γυναίκες ηλικίας 50-69 ετών, λιγότερο από το 10% έχει πραγματοποιήσει εξέταση για αιμορραγία από το παχύ έντερο. Ως πρόληψη οι ειδικοί δεν εννοούν μόνο τη διενέργεια προληπτικών εξετάσεων αλλά και την αντιμετώπιση βασικών αιτιών που «παράγουν» νοσηρότητα και πρόωρη θνησιμότητα (αιτίες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, πχ διατροφή, κάπνισμα, τις εργασιακές συνθήκες κα.). Και σε αυτό το πεδίο διαπιστώνεται πως οι Έλληνες έχουν χαμηλές επιδόσεις, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την υγεία τους. Το κάπνισμα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: Μόνο εξαιτίας του καπνίσματος πεθαίνουν περισσότεροι από 15.000 Ελληνες κάθε χρόνο. Κι αν αναλογιστεί κάποιος ότι υπάρχει αντικαπνιστικός νόμος, και μάλιστα αυστηρός, η εφαρμογή του οποίου δεν απαιτεί καμία δαπάνη για την πολιτεία, αντιλαμβάνεται πόσο μεγάλη είναι η απόσταση που πρέπει να διανύσει η χώρα για να συμπεριληφθεί στις χώρες εκείνες που γιορτάζουν την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας, μέσω της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.