Η Πολλαπλή Σκλήρυνση (ΠΣ), μια από τις συχνότερες νευρολογικές νόσου παγκοσμίως και κύρια αιτία αναπηρίας νεαρών ενηλίκων, αφορά σε 2,3 εκατομμύρια άτομα ανά τον κόσμο και 14.000 περίπου Έλληνες. Μπορεί, προς το παρόν, να μην είναι ιάσιμη, αλλά η διαρκής πρόοδος της Επιστήμης έχει ήδη εμπλουτίσει το «οπλοστάσιο» των Νευρολόγων με 13 θεραπείες, εγκεκριμένες από τον Αμερικανικό (FDA) και Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ).

Τα εγκεκριμένα φάρμακα για τη νόσο διακρίνονται σε:

Ενέσιμα:
– ιντερφερόνη β-1α
– ιντερφερόνη β-1β
– οξική γκλατιραμέρη (πρωτότυπο και γενόσημο)
– πεγκιντερφερόνη β-1α

Από του στόματος (χάπι):
– τεριφλουνομίδη
– φινγκολιμόδη
– φουμαρικός διμεθυλεστέρας
– κλαδριβίνη

Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η σιπονιμόδη που έχει μεν εγκριθεί από τον FDA, αλλά εκκρεμεί η έγκριση από τον ΕΜΑ ώστε να καταστεί διαθέσιμη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Εγχυόμενα:
– αλεμτουζουμάμπη
– μιτοξανδρόνη
– οκρελιζουμάμπη
– ναταλιζουμάμπη.

Η κυρία Μαρία Αναγνωστούλη, Επίκουρη Καθηγήτρια Νευρολογίας, στο Τμήμα Απομυελινωτικών Νοσημάτων και Υπεύθυνη του Εργαστηρίου Ανοσογενετικής, στην Α’ Πανεπιστημιακή Νευρολογική Κλινική στο «Αιγινήτειο» Νοσοκομείο Αθηνών, και μέλος της Διεθνούς Ομάδας Μελέτης της Παιδιατρικής Πολλαπλής Σκλήρυνσης (IPMSSG) μίλησε στο ygeiamou.gr στο περιθώριο του 30ου Πανελληνίου Νευρολογικού Συνεδρίου (16-19 Μαΐου, Χαλκιδική) για τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη θεραπεία της ΠΣ την τελευταία 25ετία αλλά και τις νεότερες στρατηγικές που στοχεύουν σε καλύτερο έλεγχο της νόσου.

 

Ερχόμενη από τις ΗΠΑ, όπου παρακολούθησε το ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Νευρολογίας (4-10 Μαΐου , Φιλαδέλφεια) η διακεκριμένη Ελληνίδα καθηγήτρια Νευρολογίας εξηγεί με ενθουσιασμό ότι «πολλές κλινικές έρευνες για τη νόσο φτάνουν πια σε σημείο ολοκλήρωσης και τόσο τα ήδη υπάρχοντα φάρμακα, αλλά και άλλα μόρια που βρίσκονται στο στάδιο της μελέτης, μας βοηθούν να καλύψουμε πλέον πολλές εξατομικευμένες ανάγκες των ασθενών, δεδομένου ότι η ΠΣ διαφέρει από άτομο σε άτομο. Ήδη, όμως, η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων για τη νόσο φτάνει στο 80%, που σημαίνει ότι δεν έχουμε μεν πλήρη ίαση αλλά οπωσδήποτε είμαστε κοντά στο σημείο όπου οι ασθενείς να μπορούν να ζουν μια φυσιολογική ζωή. Κάποιοι εξ αυτών κυκλοφορούν ανάμεσά μας χωρίς να γίνεται αντιληπτό σε κανέναν ότι νοσούν. Η εικόνα του ασθενή με ΠΣ σε αναπηρικό αμαξίδιο τείνει πια να εκλείψει».

Κι επειδή διευρύνεται συνεχώς το φάσμα των φαρμάκων που στοχεύουν στον έλεγχο της νόσου μέσα από ξεχωριστά «μονοπάτια» και μηχανισμούς δράσης, ενώ παράλληλα οι επιστήμονες έχουν φτάσει να γνωρίζουν έως και το 50% των σημείων στο ανθρώπινο γονιδίωμα που συμβάλλουν λιγότερο ή περισσότερο στην προδιάθεση για ΠΣ, η κ. Αναγνωστούλη λέει ότι πλέον αυτό που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των ειδικών είναι η συνδυαστική χορήγηση φαρμάκων. «Όχι ταυτόχρονα, αλλά διαδοχικά, όπως συμβαίνει ήδη, με τη διαφορά ότι δεν χρειάζεται να τηρείς τον χρόνο έκπλυσης, δηλαδή κάθαρσης του οργανισμού από τη μια δραστική ουσία για να χορηγήσεις την επόμενη. Το σκεπτικό της διαδοχικής χορήγησης βασίζεται στο ότι αφού με το ένα φάρμακο “πιάνουμε” έναν μηχανισμό της ΠΣ και με ένα άλλο φάρμακο έναν άλλο μηχανισμό της νόσου, αυξάνονται οι πιθανότητες καλύτερου ελέγχου της. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί καθώς όσο “μπαίνουμε” πιο βαθιά στο ανοσοποιητικό σύστημα και στην επίδρασή του στην ΠΣ, τόσο πιο λελογισμένες κινήσεις θα πρέπει να κάνουμε αναφορικά με την διαδοχική χορήγηση των υπαρχόντων αλλά και των επικείμενων δραστικών ουσιών», τονίζει.

Αναφερόμενη στην ελληνική πραγματικότητα και την ετοιμότητα των Νευρολόγων να χορηγήσουν καινοτόμες θεραπείες στους ασθενείς με ΠΣ, η κ. Μαρία Αναγνωστούλη εξηγεί ότι «εξαρτάται από το περιβάλλον που εργάζεται ο κάθε συνάδελφος. Αν είναι σε ένα μεγάλο εξειδικευμένο κέντρο για την ΠΣ, σε κάποιο νοσοκομείο όπου γίνεται ενδονοσοκομειακή θεραπεία ή σε κάποιο ιδιωτικό ιατρείο. Αλλά και τη γενικότερη εξοικείωση έκαστου Νευρολόγου να χορηγεί τα εγκεκριμένα θεραπευτικά σκευάσματα, ανεξαρτήτως αν αυτά είναι πρώτης ή δεύτερης γραμμής, από του στόματος ή ενέσιμα κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι η διαρκής ενημέρωση που προσφέρει η Ελληνική Νευρολογική Εταιρεία και η Ελληνική Ακαδημία Νευροανοσολογίας, αλλά και προσωποπαγώς κάποιοι Νευρολόγοι που έχουμε εντονότερη ερευνητική δράση, έχουν επαυξήσει την διάχυση της πληροφορία ώστε να μπορούμε να πούμε ότι έχουμε εξομοιωθεί και εφαρμόζουμε στην Ελλάδα πρακτικές που εφαρμόζονται και στο εξωτερικό».

Και προσθέτει: «Εξάλλου τόσο οι Έλληνες γιατροί όσοι και οι ασθενείς με ΠΣ είναι αρκετά τολμηροί και έτοιμοι να δεχθούν να δοκιμάσουν θεραπείες, πέραν των συμβατικών μεθόδων. Για παράδειγμα έρχονται ασθενείς και μας λένε “Θα μπορούσα, αν θέλετε, να μπω σε μια πειραματική κλινική μελέτη ή και να υποβληθώ σε μεταμόσχευση αιματοποιητικών κυττάρων, αν νομίζετε ότι θα με βοηθούσε”. Αυτό δείχνει μια σαφή αλλαγή στάσης εκ μέρους των ασθενών. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί γνωρίζουν ότι υπάρχουν νέοι τρόποι που μπορεί να φέρουν μια θετική αλλαγή. Κι επειδή το θεραπευτικό μας οπλοστάσιο έναντι της ΠΣ εμπλουτίζεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, καθετί καινούριο μπορεί να τους βοηθήσει κι έτσι είναι πιο ανοιχτοί».

Βέβαια η Επίκουρη Καθηγήτρια Νευρολογίας υπογραμμίζει ότι «για το καλό των ασθενών με ΠΣ αλλά και γενικότερα των πασχόντων από σοβαρά και χρόνια νοσήματα, η Ελλάδα θα πρέπει να αυξήσει το μερίδιό της στις κλινικές μελέτες. Διότι στην περίπτωση της ΠΣ έχουμε δει ότι οι συμμετέχοντες στις κλινικές μελέτες επωφελούνται πριν καν εγκριθεί το φάρμακο. Για παράδειγμα, η οκρελιζουμάμπη έχει ήδη δοθεί σε πολλούς Έλληνες με υποτροπιάζουσες μορφές ΠΣ, που είχαν ενταχθεί σε πρόγραμμα πρώιμης πρόσβασης στο “Αιγινήτειο”, πριν καν λάβει έγκριση από τον ΕΜΑ, και έχουν ωφεληθεί σημαντικά. Δηλαδή, παρατηρήσαμε συνάφεια ανάμεσα στα αποτελέσματα των κλινικών μελετών και την καθημερινή κλινική πρακτική, χωρίς σοβαρές παρενέργειες ή και παντελή απουσία ανεπιθύμητων ενεργειών. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό τόσο για εμάς τους γιατρούς, όσο και για τους ασθενείς με ΠΣ».