Κατεξοχήν ασθένειες της σύγχρονης εποχής, η κατάθλιψη και το άγχος απειλούν κάθε σύγχρονο άνθρωπο, με τα σχετικά ποσοστά να αυξάνονται ραγδαία. Η ανάγκη για αναθεώρηση των προτεραιοτήτων της ζωής αναδεικνύεται αδήριτη, μαζί με την επίσκεψη σε κάποιο ικανό ιατρό της ψυχής, αλλά και γνώστη των βιολογικών παραγόντων που την επηρεάζουν.
Απώλεια ενδιαφέροντος για απλές καθημερινές λειτουργίες, ελάχιστη ενέργεια, έλλειψη ευχαρίστησης από δραστηριότητες που παλαιότερα ήταν αγαπημένες, στεναχώρια, δυσθυμία και δυσκολία εξεύρεσης ενός συνολικού νοήματος της ύπαρξης που συνοδεύεται από μια διαπίστωση ματαιότητας. Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια που τα τελευταία χρόνια πλήττει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Μια σύγχρονη ασθένεια, η οποία αν και δεν ήταν άγνωστη πριν 50 χρόνια, ήταν εξαιρετικά σπάνια. Όσο περνάει ο καιρός, όμως, και η οικονομική κρίση δεν υποχωρεί, αλλά εντείνεται, τόσο ανεβαίνουν και τα κρούσματα. Στο σημείο αυτό οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, ενώ το 2009, το ποσοστό που έπασχε από κατάθλιψη δεν ξεπερνούσε το 3%, το 2014 το ίδιο ποσοστό είχε περάσει το 5% του πληθυσμού, κάτι που σημαίνει ότι περίπου 500 χιλιάδες άνθρωποι νόσησαν ή νοσούν στη χώρα μας από τη συγκεκριμένη πάθηση. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, κάθε μέρα γίνονται δύο απόπειρες αυτοκτονίας (μια πιθανή επίπτωση της ασθένειας) και μία τουλάχιστον αυτοκτονία στη χώρα μας, κυρίως από άνδρες.
Παγκοσμίως εκτιμάται ότι πάνω από 300 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν κατάθλιψη
– περίπου το 4% του πληθυσμού της Γης, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Η αλήθεια είναι όμως ότι τα κρούσματα είναι πολύ περισσότερα. Ομολογουμένως πρόκειται για μια επιδημία, που ξεκινάει από φιλοσοφικό υπόβαθρο για να καταλήξει στη δύσκολη καθημερινότητα του κάθε ανθρώπου και το περιβάλλον που ζει. Κάποιος που βρίσκεται σε εμπόλεμη ζώνη, δύσκολα θα αναπτύξει κατάθλιψη, σε αντίθεση με τους ανθρώπους του δυτικού κόσμου που παρότι έχουν τα βασικά βιοτικά προβλήματα λυμένα, είναι λίγο ή πολύ δυστυχισμένοι.
Πλάι σε αυτά, η αγχώδης διαταραχή, η διπολική διαταραχή, οι αϋπνίες, οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες, ο θυμός, οι εθισμοί, το στρες και οι κρίσεις πανικού, σκιαγραφούν παγκοσμίως μία κατάσταση όπου οι ψυχές των ανθρώπων νοσούν. Μαζί με αυτή την έξαρση ψυχικών ασθενειών, αυξάνονται και οι θεραπευτές και οι κάθε λογής ψυχολογούντες που ορισμένες φορές περιπλέκουν τα ζητήματα αντί να τα επιλύουν, όχι μόνο λόγω λανθασμένων διαγνώσεων αλλά και την ανάπτυξη μιας ισόβιας σχέσης εξάρτησης.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η επίσκεψη στον ιατρό αποτελεί την πρώτη και πιο βασική επιλογή, η οποία μπορεί να επηρεάσει θετικά την έκβαση μια δύσκολης κατάστασης, στις περισσότερες περιπτώσεις. Η συμπλήρωση της φαρμακευτικής αγωγής, με ψυχοθεραπεία, φυσική δραστηριότητα, χόμπι που να προσδίδουν νόημα, η καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων και η εξεύρεση ενός (τουλάχιστον) σκοπού στη ζωή, βοηθούν το άτομο να υπερβεί τις δυσκολίες. Στο πλαίσιο αυτό, η χρήση νέων φαρμακευτικών ουσιών που ερευνώνται αυτήν περίοδο, γεννάει ελπίδες.