Καθηγητές του MIT εντόπισαν μια σημαντική αναλογία μεταξύ των βαθμών των φοιτητών και της ποσότητας του ύπνου τους, της ώρας που κοιμούνται και της συνέπειας με την οποία ακολουθούν το πρόγραμμα ύπνου. Όπως αναδεικνύεται από τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Science of Learning, τελικά ένας καλός νυχτερινός ύπνος πριν από ένα σημαντικό τεστ δεν αρκεί για καλύτερη πνευματική απόδοση. Αντίθετα, χρειάζονται πολλές νύχτες καλού ύπνου στη σειρά για να υπάρξει διαφορά.
Αυτά είναι μεταξύ άλλων τα – αναμενόμενα και μη – συμπεράσματα από ένα πείραμα κατά το οποίο 100 φοιτητές του τμήματος μηχανικής του MIT φορούσαν μια wearable συσκευή παρακολούθησης της δραστηριότητάς τους όλο το 25ωρο και καθ’όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, προκειμένου οι ερευνητές να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα δραστηριότητάς τους για το σύνολο του εξαμήνου.
Με τον τρόπο αυτό ο Δρ. Jeffrey Grossman, καθηγητής του MIT και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, προσπάθησε να βρει ένα συσχετισμό μεταξύ σωματικής άσκησης και της ακαδημαϊκής απόδοσης των φοιτητών του. Εκτός από το ότι έβαλε λοιπόν τους φοιτητές να φορέσουν τη συσκευή για ολόκληρο το εξάμηνο, ενέγραψε και το 1/4 αυτών σε ένα πρόγραμμα έντονης σωματικής άσκησης μέσα στο MIT, για να δει αν θα υπάρξουν μετρήσιμες διαφορές στην επιτυχία στις εξετάσεις μεταξύ των δύο ομάδων. Όπως αποδείχθηκε τελικά, δεν υπήρχε, καθώς οι φοιτητές που δεν ανήκαν στο πρόγραμμα άσκησης απέδιδαν εξίσου καλά με όσους συμμετείχαν σε αυτό.
Μία από τις εξηγήσεις που δίνει ο καθηγητής είναι ότι ίσως τα διαλείμματα ανάμεσα στο πρόγραμμα άσκησης και στα μαθήματα να ήταν πολύ μεγάλα για να υπάρχει μετρήσιμο αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, οι αλγόριθμοι του προγράμματος άσκησης ανίχνευσαν περιόδους ύπνου και αλλαγές στην ποιότητά του, οι οποίες βασίζονταν κατά κύριο λόγο στην έλλειψη δραστηριότητας.
Γεγονός είναι, τελικά, ότι υπήρξε συσχετισμός μεταξύ ύπνου και πνευματικής απόδοσης, χωρίς όμως να μπορεί να αποδείξει τελεσίδικα ότι ο ύπνος ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία των φοιτητών, καθώς μπορεί να υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που να επηρέαζαν τόσο τον ύπνο όσο και τους βαθμούς. «Τα αποτελέσματα, όμως, αποτελούν ισχυρή ένδειξη για κάτι τέτοιο», υποστηρίζει ο Δρ. Grossman.
Η μελέτη αποκάλυψε, επίσης, ότι δεν υπήρξαν βελτιώσεις στις βαθμολογίες των φοιτητών που είχαν κοιμηθεί καλά πριν από μια σημαντική εξέταση. Σύμφωνα με τα δεδομένα, «η νύχτα πριν από τη σημαντική εξέταση δεν μετράει. Ακούμε συχνά τη φράση “κοιμήσου καλά, έχεις δύσκολη μέρα αύριο”, αλλά από ό,τι φαίνεται αυτό δεν σχετίζεται τελικά με την απόδοση στις εξετάσεις. Αντίθετα, ο ύπνος που κάνει κανείς κατά την περίοδο του διαβάσματος για το εκάστοτε τεστ είναι αυτός που έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα», συμπληρώνει ο καθηγητής.
Ένα ακόμα εντυπωσιακό εύρημα είναι πως μάλλον υπάρχει συγκεκριμένος περιορισμός στην ώρα που πέφτει κανείς για ύπνο. Για παράδειγμα, όσο πιο αργά κοιμάται κάποιος τόσο χειρότερη είναι η απόδοσή του, ακόμα κι αν η συνολική ποσότητα του ύπνου είναι η ίδια. «Είτε πέφτετε για ύπνο στις 10 μ.μ., είτε στις 12 π.μ., είτε στη 1 π.μ. η απόδοση είναι ίδια. Αν, όμως, κοιμηθείτε μετά τις 2 π.μ., η απόδοση αρχίζει να μειώνεται, ακόμα κι αν έχετε κοιμηθεί και πάλι επτά ώρες συνολικά», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρ. Grossman.
Τέλος, η έρευνα συνέβαλε στη διατύπωση μιας εξήγησης σχετικά με αυτό που απασχολούσε τον Δρ. Grossman για αρκετά χρόνια, δηλαδή το γεγονός ότι οι γυναίκες στην τάξη του έπαιρναν συνεχώς καλύτερους βαθμούς από τους άνδρες. Τώρα, λοιπόν, ο καθηγητής έχει μια πιθανή απάντηση: Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι διαφορές στην ποσότητα και την ποιότητα του ύπνου μπορεί να είναι απόλυτα υπεύθυνες για τις διαφορές στους βαθμούς.
Δεδομένο είναι ότι χρειάζονται ακόμα περισσότερες έρευνες για να κατανοήσουμε καλύτερα τους λόγους που οι γυναίκες τείνουν να έχουν καλύτερες συνήθειες ύπνου από τους άνδρες και ο Δρ. Grossman με την ομάδα του φιλοδοξεί να απαντήσει και σε αυτά τα ερωτήματα.