Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Journal of the American Heart Association, διαπίστωσε ότι τα παιδιά που αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες -όπως λεκτική, σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση ή που ζούσαν με χρήστες ναρκωτικών ή αλκοολικούς- είχαν 50% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιαγγειακές παθήσεις αργότερα στη ζωή από ότι άτομα που είχαν μια ευχάριστη παιδική ηλικία. Μάλιστα, εκείνα με ακόμη και μέτρια έκθεση σε τραυματική εφηβεία είχαν 60% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από οποιαδήποτε αιτία μέχρι τη μέση ενηλικίωση, δηλαδή λίγο πάνω από τα 50 χρόνια.
Η έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα από 3.646 άτομα που καταγράφηκαν από το 1985 έως το 2018 σε τέσσερις πόλεις: Μπέρμιγχαμ, Σικάγο, Όκλαντ, Καλιφόρνια. Οι συμμετέχοντες εγγράφηκαν μεταξύ 18 και 30 ετών και παρακολουθήθηκαν για πάνω από τρεις δεκαετίες.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι περισσότερο από το 20% παρουσίασε υψηλό ποσοστό έκθεσης σε τραυματικά γεγονότα στην παιδική ηλικία και ότι αυτά τα άτομα είχαν υπολογίσιμα προβλήματα υγείας ήδη από την πρώτη τους νεότητα, αλλά και 50% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κάποια σοβαρή καρδιοπάθεια στη μέση ηλικία.
Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή τα άτομα που αντιμετωπίζουν σοβαρές αντιξοότητες στην παιδική ηλικία υφίστανται έναν συνδυασμό συμπεριφορικών και βιολογικών αποκρίσεων που δεν έχουν ακόμη κατανοηθεί πλήρως. Προηγούμενη έρευνα δείχνει ότι ένα μέρος αυτού που συμβαίνει είναι ότι οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν ανθυγιεινούς μηχανισμούς αντιμετώπισης του τραύματος, όπως το κάπνισμα και οι κακές διατροφικές συνήθειες, οι οποίοι συμβάλλουν σε παραδοσιακούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, η παχυσαρκία, η χρόνια φλεγμονή και ο διαβήτης. Ουσιαστικά, το παιδικό τραύμα επηρεάζει την ικανότητα του ατόμου να χειρίζεται κατάλληλα το άγχος, κάτι που οδηγεί σε συνήθειες που επιβουλεύονται την υγεία της καρδιάς και υπονομεύουν τη μακροζωία. Ταυτόχρονα, η έκθεση στο στρες ενεργοποιεί ορμόνες στον εγκέφαλο που σχετίζονται με καρδιαγγειακές παθήσεις.