Οι ερευνητές ξεκίνησαν από το εξής ερώτημα, δια της πλαγίου: «Γιατί τα παιδιά από πλουσιότερα και καλύτερα μορφωμένα οικογενειακά περιβάλλοντα τείνουν να είναι καλύτεροι μαθητές;» και εξέτασαν περί τα 700 παιδιά από το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά από οικογένειες υψηλότερου κοινωνικοοικονομικού στάτους είχαν καλύτερες γλωσσικές ικανότητες κατά την ηλικία του νηπιαγωγείου και ότι αυτές οι δεξιότητες ενίσχυσαν την μεταγενέστερη σχολική τους απόδοση. Οι διαφορές στις γλωσσικές δεξιότητες μεταξύ των παιδιών στην ηλικία των τεσσάρων ετών υπολογίστηκε ότι εξηγεί κατά περίπου 50% τις σχολικές επιδόσεις ενός παιδιού.
Δηλαδή, τα παιδιά που από το σπίτι τους είχαν εντρυφήσει στην (προσχολική) μάθηση είχαν αυξημένες πιθανότητες να είναι καλύτεροι μαθητές στο μέλλον. Σταδιακά το ποσοστό αυτό έπεφτε από 50% σε περίπου 30%, μέχρι το τέλος της εφηβείας, ωστόσο είναι ένα αξιοσημείωτο συμπέρασμα. Επιπλέον, τα παιδιά από υψηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο είχαν πλεονέκτημα και στις μη λεκτικές δεξιότητες τους, όπως η επίλυση των παζλ, τα σχήματα και οι γρίφοι- πριν ξεκινήσουν το σχολείο.
Η βασική συγγραφέας της μελέτης, η καθηγήτρια Sophie von Stumm, επεσήμανε: «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα παιδιά από περισσότερο ευκατάστατο περιβάλλον είναι πιο εξοικειωμένα πριν ξεκινήσουν το σχολείο με τα γλωσσικά πρότυπα και τους γλωσσικούς κώδικες που χρησιμοποιούνται εκεί». Ασφαλώς, «δεν έχουν όλα τα παιδιά το ίδιο ξεκίνημα στη ζωή, αλλά η μελέτη αυτή υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι να βοηθούμε τους γονείς όλων των υποβάθρων να ασχολούνται με τα παιδιά τους σε προσχολικές δραστηριότητες που βελτιώνουν τις λεκτικές ικανότητες, όπως η ανάγνωση παραμυθιών.