Στη δεκαετία του 1930 ο αυστριακός ψυχοθεραπευτής Αλφρέντ Άντλερ ήταν ο πρώτος που μελετούσε τη γενεά και την επίδρασή της στην προσωπικότητα. Θεωρούσε ότι κάθε δυσκολία ανάπτυξης οφείλεται στην αντιπαλότητα και στην έλλειψη συνεργασίας στην οικογένεια. Ο ίδιος υποστήριζε ότι ο πρωτότοκος λαμβάνει περισσότερη προσοχή από τους γονείς του και είναι πιθανό να αισθάνεται υπεύθυνο για τα μικρότερα αδέλφια του, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην τελειομανία τους, στη σκληρή δουλειά και στη συνείδηση που, θεωρητικά πάντα, διαθέτουν. Αντιθέτως, ο δευτερότοκος συνωθείται ανάμεσα στο μεγαλύτερο και το μικρότερο παιδί και για αυτό είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στην κριτική. Τέλος, το μικρότερο παιδί είναι συχνά το χαϊδεμένο της οικογένειας. Εξαρτάται από την οικογένειά του περισσότερο από κάθε άλλο, ενώ πολύ εύκολα σηκώνει παντιέρα αν νιώσει ότι αγνοείται. Ωστόσο, ο Adler πρότεινε ότι και άλλοι παράγοντες παίζουν ρόλο, όπως το μέγεθος της οικογένειας, η υγεία, η ηλικία, ο πολιτισμός ή το φύλο του παιδιού. Οι θεωρίες του Adler συνεχίζουν να κυριαρχούν και η σειρά της γέννησης παραμένει ένας σημαντικός τομέας σπουδών στην ψυχολογία, με το ρόλο του πρωτότοκου να έχει ιδιαίτερη γοητεία.
Σε μία σχετική, λοιπόν, σουηδική μελέτη, οι πρωτότοκοι φάνηκε ότι έχουν πολλά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, όπως το άνοιγμα σε νέες εμπειρίες, η ευσυνειδησία, η εξωστρέφεια, η φιλικότητα και η μεγαλύτερη συναισθηματική σταθερότητα, από ότι τα αδέλφια τους που γεννήθηκαν αργότερα. Ως αποτέλεσμα, είναι πιο πιθανό να γίνουν διευθυντές και ανώτερα στελέχη, ενώ οι δευτερότοκοι και οι τριτότοκοι αγαπούν να παίρνουν ρίσκα και πρωτοβουλίες, για αυτό και συχνά καταλήγουν αυτοαπασχολούμενοι. Οι πρωτότοκοι τείνουν να έχουν ψυχολογικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ηγεσία, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης, της δημιουργικότητας, της υπακοής και της κυριαρχίας. Είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν υψηλότερες ακαδημαϊκές ικανότητες και επίπεδα νοημοσύνης από τα μικρότερα αδέλφια τους. Αυτές οι ιδιότητες πιστεύεται ότι τους καθιστούν πιο επιτυχημένους.
Οι προσδοκίες των γονέων θα μπορούσαν επίσης να εξηγήσουν τα ευνοϊκότερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των πρωτότοκων. Δηλαδή, οι γονείς τείνουν να είναι πιο αυστηροί με τους πρώτους, διότι αυτοί πρέπει να ενεργούν ως πρότυπα για τα αργότερα γεννημένα αδέλφια τους και να υπερασπίζονται τις αξίες των γονέων. Και ενώ τα παιδιά που βρίσκονται στη μέση φαίνεται ότι απολαμβάνουν τους λιγότερους πόρους των γονιών και λιγότερη προσοχή, οι «βενιαμίν» απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης, κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι οι γονείς έχουν πλέον την τελευταία ευκαιρία να επενδύσουν τους πόρους τους. Είναι επίσης μεγαλύτεροι σε ηλικία και τείνουν να έχουν περισσότερα χρήματα σε αυτό το σημείο της ζωής τους.
Η κριτική που διέπει αυτές τις ψυχολογικές προσεγγίσεις κάνει λόγο για ελλιπή δεδομένα που οδηγούν σε γενικεύσεις, καθώς μια σειρά παραγόντων επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα. Το φύλο των παιδιών (ο ανταγωνισμός π.χ. είναι μεγαλύτερος σε ένα μοντέλο που περιλαμβάνει μόνο αγόρια ή μόνο κορίτσια), η ηλικία τεκνοποίησης της μητέρας στο πρώτο και στο τελευταίο παιδί και η χρονική μεταξύ τους απόσταση.