Τα παιδιά που εκτίθενται στο κάπνισμα κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής τους είναι πιθανότερο να εμφανίσουν συμπτώματα υπερκινητικότητας και προβλήματα συμπεριφοράς, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Λάιζα Γκάτσκε-Κοπ του Ιατρικού Κολλεγίου του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο Journal of Child Psychology and Psychiatry, μελέτησαν 1.096 παιδιά.

Η έκθεση στη νικοτίνη εκτιμήθηκε μέσω της μέτρησης κοτινίνης στο σάλιο των παιδιών όταν ήταν 6, 15, 24 και 48 μηνών, παρέχοντας έτσι μια πιο ακριβή ποσοτικοποίηση της πραγματικής έκθεσης, συγκριτικά με την εκτιμώμενη έκθεση βάσει των αναφορών των γονιών για τα τσιγάρα που καπνίζουν.

Οι αναλύσεις των δειγμάτων έδειξαν μια γραμμική συσχέτιση ανάμεσα στην κοτινίνη και τα συμπτώματα υπερκινητικότητας των παιδιών καθώς και των προβλημάτων συμπεριφοράς. Ο συσχετισμός αυτός παρέμενε σημαντικός και μετά την προσαρμογή παραγόντων που αφορούσαν την οικονομική κατάσταση, την εκπαίδευση, το ιστορικό υπερκινητικότητας των γονέων, την επιθετικότητα, την κατάθλιψη και τυχόν επιπλοκές στην εγκυμοσύνη. Επιπρόσθετα ο συσχετισμός αυτός δεν μεταβλήθηκε και αφού αποκλείστηκαν από το μοντέλο υπολογισμού του κινδύνου οι μητέρες που κάπνιζαν στην εγκυμοσύνη.

Διαπιστώθηκε ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η δόση νικοτίνης στην οποία τα παιδιά είχαν εκτεθεί τόσο πιο αισθητή ήταν η εκδήλωση υπερκινητικότητας και συμπεριφορικών προβλημάτων. Αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές, συμφωνεί με ευρήματα από μελέτες σε ζώα, σύμφωνα με τις οποίες η νικοτίνη επιδρά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου σε περιοχές που σχετίζονται με την υπερκινητικότητα και τον παρορμητισμό.

«Έχει δοθεί πολλή έμφαση στους κινδύνους του καπνίσματος στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όμως τα ευρήματα μας δείχνουν ότι τα παιδιά συνεχίζουν να είναι ευάλωτα στις αρνητικές επιπτώσεις της έκθεσης στη νικοτίνη και κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της ζωής τους», δήλωσε η Γκάστσκε-Κοπ.