Τα βακτήρια και οι ιοί που ένα βρέφος κληρονομεί από τη μητέρα του παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταγενέστερη υγεία του, σύμφωνα με νέα έρευνα, τα ευρήματα της οποίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες παρεμβάσεις αντιμετώπισης καταστάσεων όπως η παχυσαρκία, οι αλλεργίες και ο κολικός.

Μέχρι σήμερα, το γεγονός ότι ένα παιδί του οποίου η μητέρα ήταν παχύσαρκη, έχει αρκετές πιθανότητες να γίνει παχύσαρκο και το ίδιο εξηγούνταν είτε με το ότι το παιδί ακολουθεί την ίδια ανθυγιεινή διατροφή με τη μητέρα του, είτε με το ότι κληρονόμησε γονίδια που του δημιούργησαν προδιάθεση για αυξημένο βάρος. Μια τρίτη εκδοχή, όμως, που τείνει να κερδίζει έδαφος στους ερευνητικούς κύκλους, ρίχνει την ευθύνη στους μικροοργανισμούς που κληρονομεί το παιδί κατά τη διάρκεια της γέννησης, του θηλασμού και της πρώιμης βρεφικής ηλικίας.

Είναι πλέον ευρύτερα γνωστό ότι η κοινότητα των μικροβίων που ζουν στο πεπτικό μας σύστημα, δηλαδή το μικροβίωμα, παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία μας. Όταν η δομή αυτής της κοινότητας χάνει την ισορροπία της, διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιων παθήσεων που επηρεάζουν τον μεταβολισμό και τη υγεία μας. Ολοένα και περισσότερες έρευνες, μάλιστα, υποδεικνύουν ότι οι παχύσαρκοι άνθρωποι παρουσιάζουν μεταλλάξεις στο εντερικό τους μικροβίωμα, χωρίς, ωστόσο, η ακριβής σχέση μεταξύ των δύο να έχει γίνει απόλυτα σαφής μέχρι σήμερα.

Αυτό που ξεκινούν να αξιολογούν τώρα οι ερευνητές είναι η σημασία της ύπαρξης υγιούς εντερικού μικροβιώματος ήδη από τις πρώτες στιγμές της ζωής, πιστεύοντας ότι οι προοπτικές για βελτιστοποίηση της οικολογίας του εντέρου ανοίγουν τη στιγμή της γέννησης και κλείνουν λίγα χρόνια αργότερα.

«Γνωρίζουμε ότι το μικροβίωμα της μητέρας μεταφέρεται στο μωρό και αποικεί το έντερό του. Αυτό που θέλουμε να κατανοήσουμε καλύτερα είναι τη σχέση αυτής της διαδικασίας με την ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος του μωρού», αναφέρει η Δρ. María Carmen Collado, μικροβιολόγος στο Ινστιτούτο Αγροχημείας και Τεχνολογίας Τροφίμων (IATA-CSIC) στη Βαλένθια της Ισπανίας.

Η ίδια αποτελεί μία από τους ολοένα και περισσότερους επιστήμονες που πιστεύουν ότι ο πρώιμος μικροβιακός αποικισμός συνδέεται στενά με διάφορες παθήσεις στην παιδική και ενήλικη ζωή, μεταξύ των οποίων η παχυσαρκία, οι αλλεργίες και φλεγμονώδεις παθήσεις. Μια πιθανή εξήγηση για αυτό ενδεχομένως να βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο το σχηματίζεται ανοσοποιητικό σύστημα ενός ανθρώπου στα πρώτα χρόνια της ζωής του.

Στη μήτρα
Ακόμα και σήμερα οι επιστήμονες διαφωνούν για το πόσο αποστειρωμένο είναι το πεπτικό σύστημα του μωρού πριν από τη γέννησή του. Δεδομένο, όμως, είναι ότι μετά τον τοκετό τρισεκατομμύρια μικροοργανισμοί μεταφέρονται στο μωρό από τη μητέρα. Το μεγαλύτερο μέρος του εντερικού μικροβιώματος ενός μωρού αποκτάται κατά τη γέννηση και στις πρώτες μέρες της ζωής του μέσω του θηλασμού, με τη διατροφή του μετά τον απογαλακτισμό και περιβαλλοντικούς παράγοντες να συμβάλλουν επίσης στη δημιουργία του. Η ποικιλία και σταθερότητα των μικροβίων αυξάνονται μέχρι τα 2,5 χρόνια, ηλικία μετά την οποία το μικροβίωμα μοιάζει με αυτό ενός ενηλίκου.

Μέρος της εργασίας της Δρ. Collado, λοιπόν, είναι να εντοπίσει τα σημαντικά μικρόβια που μεταφέρονται από τη μητέρα στο νεογνό κατά τη γέννηση και τον θηλασμό και να αναδείξει το ρόλο τους στην διαμόρφωση της υγείας του βρέφους. Η ίδια μελετά 200 μητέρες και τα παιδιά τους προκειμένου να διερευνήσει πώς προγεννητικοί παράγοντες όπως η διατροφή της μητέρας, η αύξηση του βάρους της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο τρόπος του τοκετού και οι πρακτικές θηλασμού διαμορφώνουν τον μικροβιακό αποικισμό και το ανοσοποιητικό σύστημα του νεογνού. Μάλιστα, επικεντρώνεται συγκεκριμένα στο ρόλο της μητρικής διατροφής.

Μέσα από τη μελέτη της διαπίστωσε ότι μια ισορροπημένη διατροφή, όπως η μεσογειακή, είναι η ιδανική για τον αποικισμό του εντέρου του βρέφους και ελπίζει ότι τα ευρήματά της θα οδηγήσουν τελικά σε επικαιροποιημένες διατροφικές συστάσεις για τις γυναίκες που εγκυμονούν και θηλάζουν. Πιστεύει, επίσης, ότι ίσως να είναι πιθανή η ανάπτυξη θεραπειών που θα αντικαταστήσουν τα απολεσθέντα μικρόβια που προάγουν την υγεία και θα «επιδιορθώσουν» το μικροβίωμα με στόχο τη μείωση του κινδύνου ανάπτυξης μη μεταδιδόμενων παθήσεων, όπως η παχυσαρκία και οι αλλεργίες.

Ιοί
Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες έρευνες στον τομέα αυτό έχουν επικεντρωθεί στο ρόλο που παίζει το εντερικό μικροβίωμα στην ανθρώπινη υγεία, μεγάλη προσοχή όμως δίνεται τελευταία στο μυκοβίωμα (μύκητες) και στο ιογόνο (το ιικό συστατικό του μικροβιώματος). Πολλοί από τους ιούς του εντέρου μολύνουν τα βακτηριοφάγα, επομένως είναι πολύ πιθανό να παίζουν κι εκείνοι σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ευρύτερου μικροβιώματος, καθώς ελέγχουν την αφθονία συγκεκριμένων βακτηρίων.

Η Δρ. Alexandra Zhernakova, γενετίστρια στο Πανεπιστήμιο του Groningen στην Ολλανδία εργάζεται αυτή τη στιγμή για να αποκαλύψει πώς αναπτύσσεται το εντερικό ιογόνο στον πρώτο χρόνο της ζωής ενός παιδιού και ποια η σχέση του με τη σύνθεση των βακτηρίων του μικροβιώματος. Συγκεντρώνει και αναλύει βακτήρια και ιούς από το έντερο 500 μητέρων και των παιδιών του, με στόχο ο αριθμός να φτάσει στους 1.000, προκειμένου να μπορέσει να δείξει ποια βακτηριοφάγα σχετίζονται θετικά ή αρνητικά με συγκεκριμένα ζητήματα σχετικά με την υγεία.

«Το δικό μου ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους κολικούς. Το 30% των μωρών κλαίνε ασταμάτητα για πολλές ώρες χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Μια πρώτη κίνησή μας, λοιπόν, θα είναι να αναζητήσουμε τα βακτήρια και τους ιούς στο έντερο που έχουν αιτιώδη σχέση με τον κολικό και θα δούμε πώς αυτά αλληλεπιδρούν με τη διατροφή της μητέρας», αναφέρει η ειδικός.

Μακροπρόθεσμα, η Δρ. Zhernakova ευελπιστεί ότι θα αναπτυχθούν πρωτόκολλα θεραπείας που θα «μολύνουν» τα μωρά με αβλαβή βακτηριοφάγα που μπορούν να στοχεύσουν και να καταστρέψουν τα ανεπιθύμητα βακτήρια.