Ερευνητές ανέπτυξαν μια νέα τεχνική για να βοηθήσουν τους γιατρούς στην πιο άμεση και περισσότερο ακριβή διάγνωση των παιδιών με διαταραχές του αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ).

Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Computers in Biology and Medicine, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Waterloo εντόπισαν τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο τα παιδιά με ΔΑΦ «σκανάρουν» το πρόσωπο ενός ατόμου, σε σχέση με τα παιδιά τυπικής νευρικής ανάπτυξης. Βασιζόμενοι στα ευρήματα, λοιπόν, μπόρεσαν να αναπτύξουν μια τεχνική που αναγνωρίζει το πώς ένα παιδί με κάποια διαταραχή του φάσματος του αυτισμού κάνει την οπτική μετάβαση από το ένα σημείο του προσώπου ενός ατόμου στο άλλο.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η χρήση αυτής της τεχνολογίας μπορεί να καταστήσει τη διαγνωστική διαδικασία λιγότερο αγχωτική για τα παιδιά και, αν συνδυαστεί με τις υπάρχουσες μεθόδους, θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς να αποφύγουν λανθασμένα θετικές διαγνώσεις αυτισμού.

«Οι τρέχουσες προσεγγίσεις καθορισμού για το αν κάποιος πάσχει από αυτισμό δεν είναι φιλικές προς τα παιδιά. Η μέθοδός μας επιτρέπει την πιο εύκολη διάγνωση και με λιγότερες πιθανότητες σφαλμάτων. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση όλων των διαταραχών του αυτιστικού φάσματος, αλλά πιστεύουμε ότι θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στην περίπτωση των παιδιών», σημειώνει η Mehrshad Sadria, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Τμήμα Εφαρμοσμένων Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Waterloo που πραγματοποίησε τη μελέτη υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Anita Layton.

Για την ανάπτυξη αυτής της νέας τεχνικής, οι ερευνητές αξιολόγησαν 17 παιδιά με ΔΑΦ και 23 φυσιολογικής ανάπτυξης, μέσης ηλικίας 5,5 χρονών και 4,8 χρονών αντίστοιχα. Σε μια οθόνη 19 ιντσών ενσωματωμένη μέσα σε ένα σύστημα παρακολούθησης των ματιών, οι ερευνητές έδειξαν στα παιδιά 44 φωτογραφίες προσώπων, με την υπέρυθρη συσκευή να ερμηνεύει και να ταυτοποιεί τα σημεία των ερεθισμάτων τα οποία κοιτούσε κάθε παιδί.

Οι εικόνες χωρίστηκαν σε επτά σημεία ενδιαφέροντος, στα οποία οι συμμετέχοντες επικέντρωναν το βλέμμα τους: κάτω από το δεξί μάτι, στο δεξί μάτι, κάτω από το αριστερό μάτι και στο αριστερό μάτι, στη μύτη, το στόμα και σε κάποια άλλα σημεία της οθόνης. Εκτός από το χρόνο που αφιέρωσαν οι συμμετέχοντες στην παρατήρηση κάθε σημείου ενδιαφέροντος, διαπιστώθηκε και το πώς κινούσαν τα μάτια τους και σκάναραν τα πρόσωπα. Για να λάβουν αυτές τις πληροφορίες, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τέσσερις διαφορετικές αναλύσεις για να αξιολογήσουν τα διάφορα επίπεδα σημασίας που προσέδιδαν τα παιδιά στα επτά σημεία ενδιαφέροντος, όσο εξερευνούσαν τα χαρακτηριστικά των προσώπων.

Η πρώτη ανάλυση καθόριζε τον αριθμό των σημείων ενδιαφέροντος προς και από τα οποία κάθε παιδί μετακινούσε άμεσα τα μάτια του. Η δεύτερη ανάλυση εξέτασε το πόσο συχνά ένα συγκεκριμένο σημείο ενδιαφέροντος περιλαμβανόταν στο οπτικό πεδίο όταν ένας συμμετέχων κινούσε με ταχύτητα τα μάτια του ανάμεσα σε δύο άλλα. Η τρίτη ανάλυση σχετιζόταν με το πόσο γρήγορα κάποιος μπορούσε να μετακινήσει τα μάτια του από ένα συγκεκριμένο σημείο ενδιαφέροντος σε ένα άλλο και η τέταρτη μετρούσε τη σπουδαιότητα ενός σημείου ενδιαφέροντος, στο πλαίσιο της κίνησης των ματιών και του σκαναρίσματος του προσώπου, από τον αριθμό των σημαντικών σημείων ενδιαφέροντος με τα οποία μοιραζόταν κοινές μεταβάσεις.