«Η κάθε μέρα που έπρεπε να πάω σχολείο ήταν ένα μαρτύριο – ωχ άλλη μια μέρα, μακάρι να μπορούσα να φύγω και να δουλέψω οικοδομή»
Τα παιδιά-εκφοβιστές συνήθως παρουσιάζουν επιθετικότητα, σωματική δύναμη, εύκολη προσφυγή στη βία, χαμηλές κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια, δειλία, ανάγκη για προσοχή, συναισθηματική ανωριμότητα, ανευθυνότητα, έλλειψη ενσυναίσθησης, διαταρακτικότητα, χαμηλή σχολική επίδοση, συχνή ψευδολογία, περιφρόνηση προς τους άλλους (είτε παιδιά είτε ενήλικες), ζηλοφθονία και συχνά προέρχονται από δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον.
Τα παιδιά αυτά μαζεύουν συνήθως «θαυμαστές» γύρω τους, οι οποίοι στην ουσία τους φοβούνται. Ένας αριθμός θυτών είναι «χρόνιοι» θύτες. Πολλές φορές, τα παιδιά αυτά έχουν κακοποιηθεί από το οικογενειακό τους περιβάλλον κι έχουν μάθει ότι τα να είναι κανείς ευάλωτος κι απροστάτευτος, όπως ήταν κάποτε εκείνα είναι οδυνηρό. Έτσι, μισούν μέσα τους την αδυναμία κι επιτίθενται με καταναγκαστικό τρόπο στα παιδιά που παρουσιάζονται αδύναμα.
Η θεραπεία των χρόνιων θυτών είναι δύσκολη και απαιτεί χρόνο. Όταν η εκφοβιστική συμπεριφορά ξεκινά από μικρή ηλικία, μπορούμε να υποπτευθούμε ότι ενδεχομένως το παιδί βιώνει έλλειψη αγάπης και προσοχής, ή ότι συνεχώς το κριτικάρουν χωρίς να επαινούν ποτέ τα καλά του στοιχεία, ή ότι είναι μάρτυρας βίαιης συμπεριφοράς στο σπίτι ή στην τηλεόραση. Η ασυνεπής εφαρμογή της πειθαρχίας από τους γονείς εντείνει το πρόβλημα. Όταν το παιδί ξεφεύγει αλώβητο από μια κακή συμπεριφορά τη μία, ενώ τιμωρείται σκληρά για την ίδια συμπεριφορά την άλλη, ξεκινά μια πρόκληση, ένα παιχνίδι αδρεναλίνης «για να δούμε, θα καταφέρω να τους τσατίσω αυτή τη φορά; Για να δούμε, θα γλιτώσω αυτή τη φορά;». Η ανάγκη τους όμως για επίθεση μπορεί να μειωθεί αν τους δοθούν άλλες, πιο εποικοδομητικές ευκαιρίες για να πετύχουν, από το να τυραννούν άλλα παιδιά.
Τα παιδιά-στόχοι συνήθως παρουσιάζουν υψηλές ηθικές αρχές και αποστροφή προς τη βία, ευαισθησία, συμπόνια, δημιουργικότητα, υπευθυνότητα, ανεκτικότητα, ανεξαρτησία, ενδεχόμενα χαμηλή αυτοεκτίμηση, εσωστρέφεια και ευαλωτότητα. Επίσης, συγχωρούν εύκολα, έχουν σε υψηλό ποσοστό υπερπροστατευτικούς γονείς. έχουν ανάγκη την αποδοχή και έγκριση και πολλές φορές συνεχίζουν να κάνουν άκαρπες προσπάθειες συμφιλίωσης με το θύτη.
Αν και το ταλέντο και οι υψηλές ικανότητες βρίσκονται στο στόχαστρο των θυτών, η ευαλωτότητα είναι εκείνη που στην πραγματικότητα προσελκύει τις επιθέσεις των δραστών. Έτσι, πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι τα κακοποιημένα παιδιά βρίσκονται μεγαλύτερο κίνδυνο να γίνουν θύματα εκφοβισμού. Στην κλασική του εργασία για τον εκφοβισμό, ο Νορβηγός καθηγητής Dan Olweus αναφέρει ότι η έλλειψη στοργής και αφοσίωσης από τους γονείς προδιαθέτει τα παιδιά να γίνουν θύματα εκφοβισμού από τους συμμαθητές τους. Επίσης, η Renne Duncan, σε έρευνα σε Αμερικανούς φοιτητές τις αρχές της δεκαετίας του 1990, βρήκε ότι τα άτομα που είχαν πέσει θύματα σχολικού εκφοβισμού είχαν σε υψηλότερα ποσοστά πέσει θύματα συναισθηματικής, σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης από τους γονείς τους. Τα θύματα του σχολικού εκφοβισμού είχαν υποστεί σωματική βία στο σπίτι 3 φορές συχνότερα από ότι τα μη-θύματα σχολικού εκφοβισμού.
Εξαιρετικά σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζουν και οι λεγόμενοι παρατηρητές του σχολικού εκφοβισμού. Είναι τα «τρίτα» παιδιά των οποίων η στάση – ενθάρρυνσης, αδιαφορίας ή αποδοκιμασίας- παίζει καταλυτικό ρόλο στη συνέχιση του εκφοβισμού. Τα παιδιά αυτά τραυματίζονται επίσης από τον εκφοβισμό. Φοβούνται μη μιλήσουν, μήπως γίνουν τα επόμενα θύματα ενώ αισθάνονται ενοχές που δεν μπορούν να βοηθήσουν το θύμα. Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να πετύχουν πολλά με την ευαισθητοποίηση των παρατηρητών. Όταν οι παρατηρητές δεν ενθαρρύνουν το θύτη, εκείνος μένει χωρίς ακροατήριο και τότε συνήθως σταματά.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί ότι το φαινόμενο του εκφοβισμού ξεκινά από πολύ μικρές ηλικίες, από 3-4 ετών. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Χτυπούν, βρίζουν και βασανίζουν από μικρά παιδιά, όταν δεν τα παρακολουθούν άλλοι. Ίσως να ευθύνεται η επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ίσως ο συνεχής εκνευρισμός της σημερινής ζωής, η απομόνωση, ο ατομικισμός, η απουσία των γονιών, πάντως πολλοί εκπαιδευτικοί αναφέρουν ότι τα μικρά παιδιά σήμερα εκδηλώνουν μεγαλύτερη επιθετικότητα απ’ ό,τι παλιότερα.
Η αντιμετώπιση του εκφοβισμού από το νηπιαγωγείο είναι απαραίτητη ώστε να καταπολεμηθεί από τη ρίζα του, πριν προλάβει η ταυτότητα του θύτη (ή του θύματος) να εδραιωθεί και τα τραύματα να πολλαπλασιαστούν. Από την άλλη μεριά, το νεαρό της ηλικίας καθιστά τα παιδιά πολύ εύπλαστα και η οποιαδήποτε παρέμβαση θα είναι πολύ πιο αποτελεσματική σε αυτά, παρά σε μεγαλύτερα παιδιά. Η πρόληψη σε αυτές τις ηλικίες έχει πολλαπλή δύναμη, καθώς εμβολιάζει τα παιδιά για πολλά χρόνια αργότερα. Παρότι επιθετικές συμπεριφορές εμφανίζονται σε πολλά παιδιά κάτω των 5 ετών, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές όταν έχουν επαναλαμβανόμενο και καταναγκαστικό χαρακτήρα, όταν το παιδί δεν δείχνει καθόλου θετικά συναισθήματα προς τα άλλα παιδιά, όταν δεν παραδέχεται ποτέ το λάθος του, όταν εκδηλώνει βίαιη συμπεριφορά προς αντικείμενα και ζώα.