Θυμάμαι το βλέμμα της, την πρώτη φορά που στάθηκα απέναντί της με μία ανθοδέσμη γεμάτη κατακόκκινα τριαντάφυλλα να πνίγουν την αγκαλιά και το μπόι μου. Βλέμμα γεμάτο παράπονο. Θα’ μουν δεν θα μουν δέκα χρονών.
Εκείνη να μαζεύει από το πάτωμα τα κομμάτια του σπασμένου μου κουμπαρά απ’ όπου είχα εκταμιεύσει εκατό ολόκληρες δραχμές για να τις «καταθέσω» στο πλησιέστερο ανθοπωλείο της γειτονιάς και στο όνομα της «γιορτής της μητέρας», εγώ να κοιτάζω τα μάτια της, μάτια βυθισμένα στο παράπονο: «Γιατί κορίτσι μου το έκανες αυτό; Είναι πολύ όμορφα τα λουλούδια που μου αγόρασες, αλλά γιατί; Μπορούσες να κόψεις μια μαργαρίτα, να μου δώσεις ένα φιλί! Ξέρεις πόσο πολύτιμο, πόσο ακριβό είναι για μένα ένα σου μόνο φιλί; Σε παρακαλώ, δεν θέλω ποτέ να μου ξαναγοράσεις λουλούδια. Όλα αυτά είναι ανοησίες και γίνονται μόνο και μόνο για να μας παίρνουν τα λεφτά. Εγώ, από τότε που σε αντίκρισα, γιορτάζω κάθε μέρα καρδιά μου. Θέλω να μου υποσχεθείς, αυτήν εδώ την στιγμή, ότι δεν θα ξαναχαλάσεις τα λεφτά σου σε ανόητες γιορτές όπως αυτή της μητέρας. Οι μανούλες, παιδί μου, δεν έχουν ανάγκη από γιορτές. Οι μανούλες γιορτάζουν πάντα…»
Δεν την άκουσα ποτέ. Πάντα, κάθε χρόνο στην γιορτή της μητέρας, έσπαγα κουμπαράδες και υποσχέσεις όντας ανίκανη να κατανοήσω από την θέση της κόρης το βαθύτερο νόημα της λέξης «μάνα». Πάντα, μέχρι την στιγμή που ο γιος μου με πλησίασε με τον δικό του κουμπαρά στα μικροσκοπικά του χεράκια λέγοντάς μου: «Μαμά, σου δίνω τα λεφτά μου, για να πάρεις λουλούδια που γιορτάζεις! Εγώ θα μαζέψω καινούρια λεφτά για παιχνίδια…». Εκείνη κιόλας την στιγμή αισθάνθηκα να τον κοιτάζω με βλέμμα ξεπατικωμένο απ’ το παράπονο της μάνας μου, να νιώθω το δίκιο της, να παπαγαλίζω τα λόγια της: «…Όλα αυτά είναι ανοησίες και γίνονται μόνο για να μας παίρνουν τα λεφτά, αγόρι μου. Εγώ, από την στιγμή που σε αντίκρισα, γιορτάζω κάθε μέρα…Οι μανούλες δεν έχουν ανάγκη από γιορτές. Οι μανούλες γιορτάζουν πάντα…»
Κι αυτή είναι η αλήθεια. Τώρα πλέον, από το ακριβό πόστο της μάνας, μπορώ να συνειδητοποιήσω πόσο φτηνοί είναι όλοι εκείνοι που «εμπορεύονται» την ιδιότητά αυτή πουλώντας λουλουδάκια με φιόγκους και γλάστρες με πούπουλα. Πόσο τραγικό είναι να σε μαθαίνουν από τα γεννοφάσκια σου ότι για μια μέρα το χρόνο οφείλεις στην μαμά σου περίτεχνες ανθοδέσμες και τριαντάφυλλα σε σχήμα καρδιάς. Και το κυριότερο: πόσο λυπηρό είναι να μετατρέπουν την δυνατότερη αγάπη όλων, αυτή μεταξύ μάνας και παιδιού, σε πληρωμένο υποκατάστατο συμβολικής αγάπης.
«Όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να’ χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά…», γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης για την μητέρα του, στην μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του «Αναφορά στο Γκρέκο». Αυτή είναι η μάνα: Μια νεραϊδένια μορφή με χέρια μαγικά που όλα τα μπορεί, όλα τα προφταίνει, όλα τα καταφέρνει αδιαφορώντας για το αντίτιμο. Αυτή είναι η μάνα: Ένα μικρό κορίτσι που μεγαλώνει, ωριμάζει και γίνεται γυναίκα μέσα από την άδολη αγάπη των παιδιών της. Αυτή είναι η μάνα: Κάποια ορθάνοιχτη καρδιά που χτυπάει μόνο αν δίνει, αδιάφορη να λάβει το παραμικρό. Αυτή είναι μάνα: Ένα χαμόγελο στα χείλη που πλαταίνει μπρος στα μεγάλωμα των καρπών της. Αυτή είναι η μάνα: Ένα πλάσμα που γιορτάζει κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, κλείνοντας βλέφαρα, αυτιά και… ημερολόγια σε εκείνους που επιμένουν ότι η «γιορτή» της «πέφτει» – μετά του παρά – κάθε δεύτερη Κυριακή του Μάη…