Πολλοί γονείς παρατηρούν έκπληκτοι το παιδί τους να παίζει με ένα απλό χάρτινο κουτί, την ώρα που ένα άλλο, πανάκριβο παιχνίδι κάθεται στο ράφι. Αυτό συμβαίνει γιατί, στο μυαλό ενός παιδιού, ένα χάρτινο κουτί έχει ατελείωτες προοπτικές μεταμόρφωσης, αντίθετα με ένα διαστημόπλοιο που, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, θα μείνει απλώς και μόνο… διαστημόπλοιο.
Με απλά λόγια, είναι η ευελιξία των γενικών αντικειμένων που προσελκύει παιδιά, ειδικά εκείνα που βρίσκονται σε προσχολική ηλικία, υποστηρίζει η έρευνα του Πανεπιστημίου της Αλαμπάμα, που δημοσιεύθηκε στο Infant and Child Development.
Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 66 παιδιά, 22 παιδιά τριών ετών, 22 παιδιά τεσσάρων ετών και 22 παιδιά πέντε ετών, τα οποία διάλεξαν το σωστό σχήμα στο 92% των περιπτώσεων για όλα τα σενάρια. Επιπλέον, τα παιδιά έδειξαν προτίμηση στα μη χαρακτηρισμένα αντικείμενα, επιλέγοντάς τα στο 65% των περιπτώσεων και στα τέσσερα σενάρια. Τα αποτελέσματα της μελέτης επιβεβαίωσαν αυτά που προσδοκούσαν οι ερευνητές.
«Η συμπερίληψη στο παιχνίδι γενικών αντικειμένων όπως τα ραβδιά και τα κουτιά μπορεί να επιτρέψει στα παιδιά να επεκτείνουν το παιχνίδι τους επειδή είναι αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με διαφορετικούς τρόπους και ρόλους. Το παιχνίδι προσποίησης, που περιλαμβάνει και την αντικατάσταση αντικειμένων, έχει πολλά οφέλη, όπως η αυξημένη κοινωνικοποίηση και η επίλυση προβλημάτων», δήλωσε ο Δρ. Sherwood Burns-Nader, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης και επίκουρος καθηγητής Ανθρωπιστικής Ανάπτυξης και Οικογενειακών Σπουδών.
Στο παιχνίδι προσποίησης τα παιδιά συχνά χρησιμοποιούν ένα αντικείμενο ως υποκατάστατο για κάτι άλλο, προσποιούνται δηλαδή ότι ένα κουτί είναι ένα αυτοκίνητο ή ότι ένα ραβδί είναι ένα ξίφος. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός ότι τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά όπως το σχήμα και τα σημάδια μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την υποκατάσταση των αντικειμένων.
«Τα παιδιά δεν προτιμούν κατ ‘ανάγκη το κουτί περισσότερο από το παιχνίδι, αλλά μπορούν να κάνουν περισσότερα πράγματα με το κουτί επειδή δεν τα περιορίζει», δήλωσε σχετικά ο Δρ. Scofield.
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε τέσσερα πρωταρχικά αντικείμενα – ένα στρογγυλό αντικείμενο που δεν είχε χαρακτηριστεί, ένα στρογγυλό αντικείμενο που χαρακτηρίστηκε σαν ρολόι, ένα ορθογώνιο αντικείμενο χωρίς χαρακτηρισμό και ένα ορθογώνιο αντικείμενο που χαρακτηρίστηκε σαν βιβλίο.
Στα παιδιά αναγνώσθηκε μια ιστορία για ένα νεαρό αγόρι που ονομάζεται Tommy και χρειάζεται βοήθεια για να βρει συγκεκριμένα αντικείμενα σε διαφορετικά σενάρια. Στη συνέχεια, τα παιδιά κλήθηκαν να επιλέξουν ποια από τα τέσσερα αντικείμενα ταιριάζει καλύτερα στο αντικείμενο που χρειάζεται σε κάθε σενάριο.
Σε ένα σενάριο, ο Tommy ήθελε να πάει έξω και να παίξει με τους φίλους του, αλλά έκανε κρύο και χρειαζόταν ένα παλτό. Από το παλτό του έλειπε ένα κουμπί, έτσι τα παιδιά ρωτήθηκαν ποιο από τα τέσσερα αντικείμενα θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε ένα κουμπί.
«Στο σημείο αυτό υπήρχαν δύο μέρη. Πρώτον, περιμέναμε από τα παιδιά να επιλέξουν με βάση το σχήμα. Επειδή τα περισσότερα κουμπιά είναι στρογγυλά, πιστεύαμε ότι τα παιδιά θα επιλέξουν ένα από τα δύο στρογγυλά αντικείμενα για να παραστήσουν το κουμπί. Δεύτερον, περιμέναμε ότι τα παιδιά θα προτιμούσαν τα μη χαρακτηρισμένα σχήματα, καθώς πιστεύαμε ότι τα χαρακτηρισμένα σχήματα έχουν ένα είδος σταθερής ταυτότητας που περιορίζει αυτό που μπορεί να είναι», σχολίασε ο Δρ. Scofield.
Η ιδέα πίσω από την έρευνα αυτή είναι ότι τα απλά αντικείμενα προσφέρουν μεγαλύτερη ευελιξία στα παιδιά, κάτι που μπορεί να είναι χρήσιμο για τους γονείς και τους παιδικούς σταθμούς κατά την αγορά παιχνιδιών, σχολίασαν καταληκτικά οι ερευνητές.