Καθ’όλη τη διάρκεια της πανδημίας, οι ερευνητές σε όλο τον κόσμο παρατηρούν διαφορές στη νόσο COVID-19 ανάμεσα σε παιδιά και ενηλίκους. Παρόλο που οι παράγοντες κινδύνου για νοσηλεία και άσχημα αποτελέσματα υγείας έχουν καταγραφεί εκτενώς στους ενηλίκους, πολύ λιγότερα είναι γνωστά για τους κλινικούς παράγοντες που σχετίζονται με τη σοβαρότητα της νόσου στα παιδιά.

Σε μια προσπάθεια να συμβάλει στη διαμόρφωση στρατηγικών περιορισμού της εξάπλωσης για τα παιδιά που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης σοβαρής COVID-19, λοιπόν, ομάδα γιατρών από το Παιδιατρικό Νοσοκομείο Monroe Carell Jr. στο Vanderbilt μελέτησε δεδομένα από 45 παιδιατρικά νοσοκομεία των ΗΠΑ, τα οποία αφορούσαν 20.000 ασθενείς. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο Journal of Hospital Medicine.

«Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες πολυκεντρικές μελέτες σε παιδιά με COVID-19. Και δεδομένης της πρόσφατης και ανησυχητικής αύξησης σε περιστατικά κορωνοϊού παγκοσμίως και του γεγονότος ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους τα παιδιά παραμένουν ανεμβολίαστα και άρα ευάλωτα, τα ευρήματα αυτά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τις στρατηγικές πρόληψης σε σχολεία και τον σχεδιασμό των εμβολιασμών για παιδιά κάτω των 12 ετών», τονίζει ο Δρ. James Antoon, MD, Ph.D, επίκουρος καθηγητής Παιδιατρικής και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.

Στην εργασία αυτή προσδιορίστηκαν οι παράγοντες που σχετίζονται με σοβαρή νόσο και άσχημα αποτελέσματα υγείας σε παιδιά που νοσηλεύονται με COVID-19. Σύμφωνα με τα όσα αναδείχθηκαν από τα ευρήματα, λοιπόν, σε αυτούς περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η μεγαλύτερη ηλικία και χρόνιες συννοσηρότητες, όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης και οι νευρολογικές παθήσεις.

«Οι παράγοντες αυτοί θα βοηθήσουν στον εντοπισμό των ευάλωτων παιδιών που είναι πιθανότερο να χρειαστούν νοσηλεία ή να αναπτύξουν σοβαρή COVID-19. Επίσης, τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν ότι αυτά τα παιδιά θα πρέπει να τεθούν σε προτεραιότητα για τα εμβόλια κατά της COVID-19, όταν αυτά εγκριθούν από τις ρυθμιστικές αρχές», τονίζει ο ειδικός.

Η αναδρομική μελέτη κοόρτης σημείωσε ότι σχεδόν ένα στα τέσσερα παιδιά που μπήκαν στο νοσοκομείο με COVID-19 ανέπτυξαν σοβαρή μορφή της νόσου και χρειάστηκαν εισαγωγή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου του 2020.

«Υπάρχει ένας σημαντικός διάλογος σχετικά με τον καλύτερο τρόπο προστασίας των παιδιών και των σχολικών μονάδων από την COVID-19. Κάποια παιδιά διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για πιο σοβαρή νόσο και κάποια από αυτά δεν μπορούν ακόμα να εμβολιαστούν για τον κορωνοϊό. Με το άνοιγμα των σχολείων, αυτά τα παιδιά πρέπει να προστατευθούν μέσω του εμβολιασμού όσων περισσότερων ανθρώπων γίνεται, ενώ παράλληλα πρέπει να εφαρμοστούν πρακτικές στρατηγικές για τον περιορισμό του ιού, όπως η χρήση μάσκας, η απόσταση και ο αερισμός», σημειώνει καταληκτικά ο Δρ. Antoon.

Οι ερευνητές ευελπιστούν ότι τα ευρήματά τους θα οδηγήσουν σε προσπάθειες περιορισμού που αποδείχθηκαν πιο επωφελείς σε παιδιά και εφήβους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μεταξύ των οποίων η τηλεκπαίδευση, η κοινωνική απόσταση, το πλύσιμο των χεριών και η χρήση μάσκας τόσο από τους μαθητές όσο και από τους εκπαιδευτικούς.

Διαβάστε επίσης

Κορωνοϊός: Αυτοί οι ασθενείς δεν κινδυνεύουν από σοβαρή βλάβη στους πνεύμονες

Κορωνοϊός: Τέσσερις λόγοι που μπορεί να νοσήσετε μετά τον πλήρη εμβολιασμό

Κορωνοϊός – Ανοσία: «Συμφέρει» να κολλήσουμε αντί να εμβολιαστούμε; Έρευνα απαντά