Ενωμένοι μπροστά στην παιδική κακοποίηση εμφανίζονται οι Έλληνες, καθώς σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα του Σωματείου κατά της Κακοποίησης του Παιδιού «ΕΛΙΖΑ», θα αντιδρούσαν εάν αντιλαμβάνονταν κάποιο περιστατικό σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού καταγγέλλοντας αμέσως το γεγονός στην αστυνομία ή/και σε κάποια ΜΚΟ.
Το ΕΛΙΖΑ ανέθεσε στη Nielsen Media Greece τη διενέργεια σχετικής έρευνας, με σκοπό την αποτύπωση της αντίδρασης των Ελλήνων μπροστά στο φαινόμενο της κακοποίησης. Σκοπός ήταν τόσο να διαπιστωθεί το ποσοστό των Ελλήνων που θα αντιδρούσαν στην περίπτωση που αντιλαμβάνονταν ένα περιστατικό κακοποίησης, όσο και να αποτυπωθούν οι λόγοι που θα τους οδηγούσαν στην αντίδραση ή στην απροθυμία αντίδρασης, προκειμένου να χαράξει την κατεύθυνση των μελλοντικών της σχεδίων, της επίτευξης της ανάμιξης της κοινωνίας στο φαινόμενο της κακοποίησης του παιδιού και της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κακοποίησης του παιδιού μέσα από κρατικές δομές, ως απαίτηση της ίδιας της κοινωνίας.
Η έρευνα διενεργήθηκε με τη μέθοδο των διαδικτυακών αυτοσυμπληρούμενων συνεντεύξεων την περίοδο 2-9 Ιουνίου με τη συμμετοχή 1.001 ατόμων, ανδρών και γυναικών (49% και 51% αντίστοιχα), με μέσο όρο ηλικίας τα 41,6 χρόνια. Επιπλέον, οι ερωτώμενοι ήταν σε ποσοστό 49% έγγαμοι (κατά μέσο όρο 1,3 παιδιά), ενώ προβλέφθηκε η συμμετοχή ανθρώπων με μέση (28%), ανώτερη (32%) και ανώτατη (40%) μόρφωση, εργαζόμενοι σε ποσοστό 60%, στην πλειοψηφία τους προερχόμενοι από τη μεσοαστική, αστική τάξη.
Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων θα αντιδρούσε καταγγέλλοντας οποιοδήποτε γεγονός σωματικής ή σεξουαλικής βίας υπέπιπτε στην αντίληψη του. Συγκεκριμένα το 93% και το 96% των Ελλήνων και των Ελληνίδων θα απευθυνόταν αντίστοιχα είτε στην αστυνομία, είτε σε ΜΚΟ προκειμένου να καταγγείλει το γεγονός της σωματικής κακοποίησης και της σεξουαλικής κακοποίησης, ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, το 52% θα επενέβαινε σε κάθε περιστατικό κακοποίησης, ακόμη και σε περιπτώσεις παραμέλησης ή λεκτικής βίας.
Η κακοποίηση μεγάλο ή πολύ μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας
Επτά στους 10 Έλληνες δηλώνουν ότι έχουν αντιληφθεί κάποιο περιστατικό κακοποίησης, κυρίως λεκτικής βίας, με τους νεότερους σε ηλικία ανθρώπους (18 έως 34 ετών) και τους γονείς παιδιών μικρών σε ηλικία (0-15 ετών), να δηλώνουν ότι η έκταση του φαινομένου της βίας στα παιδιά έχει πάρει σοβαρές διαστάσεις (πάνω από το 50%).
Οι περισσότεροι θα αντιδρούσαν για κάθε παιδί που κινδυνεύει από κακοποίηση
Οκτώ στους 10 Έλληνες θα αντιδρούσαν σε κάθε περίπτωση κακοποίησης, ανεξάρτητα αν το παιδί που υποβάλλονταν σε αυτή, ήταν συγγενικό ή φιλικό τους πρόσωπο ή όχι, το 84% θα δήλωνε την κακοποίηση ακόμη και εάν ο κακοποιητής ήταν ο γονιός ή ο αδελφός/η αδελφή, με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 95% στους ερωτώμενους άνω των 55 ετών.
Οι πολίτες εμπιστεύονται την αστυνομία και τις ΜΚΟ
Οι συμμετέχοντες από όλες τις αστικές περιοχές δήλωσαν σε ποσοστό 71% ότι στην περίπτωση που αντιλαμβάνονταν κάποιο περιστατικό κακοποίησης θα επικοινωνούσαν με τις αρχές/ αστυνομία ή με κάποιον Μη Κυβερνητικό Οργανισμό, ενώ αξιοσημείωτα λιγότεροι θα συμβουλεύονταν κάποιον δικηγόρο ή θα απευθύνονταν στην Εισαγγελία. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 75% στους συμμετέχοντες ηλικίας από 45 έως 54 ετών.
Ελάχιστοι Έλληνες δε θα αντιδρούσαν σε περιστατικά κακοποίησης παιδιού
Από το ελάχιστο ποσοστό των Ελλήνων που δήλωσε πως δε θα κατήγγειλε κάποιο περιστατικό κακοποίησης που τυχόν υπέπιπτε στην αντίληψη του, το 30% και το 31% συνδέει αυτή την απροθυμία με τον φόβο ότι η καταγγελία θα μπορούσε να βλάψει τον ίδιο ή την οικογένεια του ή να χειροτερέψει την κατάσταση για το ίδιο το παιδί που θα επιδίωκε να βοηθήσει, ενώ ένα 29% δήλωσε ξεκάθαρα ότι δε θα ήθελε να μπλέξει. Από το υψηλό ποσοστό των Αμερικανών που δήλωσαν στην αντίστοιχη έρευνα τον Μάρτιο του 2020, πως δεν θα κατήγγειλαν κανενός είδους κακοποίησης σε παιδιά, σχεδόν 6 στους 10 συνέδεσαν την απόφαση τους με τον φόβο ότι η κατάσταση του παιδιού μπορεί να επιδεινωθεί, το 35% φοβόταν ότι η πράξη της καταγγελίας θα έθετε σε κίνδυνο την οικογένεια του και το 30% δήλωσε ότι δεν ήταν δική του υπόθεση να επέμβει.
Οι Έλληνες δεν πιστεύουν στον «παιδευτικό» ρόλο του ξύλου
To 5% των ερωτηθέντων δήλωσαν πως το ξύλο αποτελεί ένα ακόμη «εργαλείο» συνετισμού και συμμόρφωσης των παιδιών, το 94% δήλωσε πως το ξύλο λίγο (23%) ή καθόλου (70%) δε βοηθά στο συνετισμό και δεν αποτελεί μέσο συμμόρφωσης. Ωστόσο, πιο αφοριστική είναι η στάση των γυναικών αναφορικά με το ξύλο (το 75% δεν το θεωρεί καθόλου μέσο συμμόρφωσης) και των ατόμων άνω των 45 ετών (74% απάντησαν «καθόλου»).
«Στο μυαλό ίσως όλων μας, ένα “απλό” χαστούκι να μη σχετίζεται με αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχοσωματική εξέλιξη του παιδιού. Όμως έρευνες έχουν επανειλημμένα δείξει πως η οποιαδήποτε μορφή σωματικής τιμωρίας σχετίζεται με αρνητικές επιπτώσεις στην εξέλιξη των κοινωνικών και γνωστικών δεξιοτήτων τους. Επομένως χρέος όλων μας είναι να προσπαθήσουμε να κάνουμε πράξη αυτό που ήδη πιστεύουμε: τα παιδιά δικαιούνται τον αμέριστο σεβασμό μας», εξηγεί η κυρία Μαρίνα Μαρτίνου, PhD Αναπτυξιακή Γνωστική Νευροεπιστήμη, Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΖΑ και της Ένωσης «Μαζί για το Παιδί».
Η παιδική κακοποίηση επιδρά στη μετέπειτα συμπεριφορά και τον χαρακτήρα
Το 99% των συμμετεχόντων στην πανελλαδική έρευνα του ΕΛΙΖΑ δήλωσε σε ποσοστό 82% και 16% αντίστοιχα πως θεωρεί ότι η κακοποίηση επιδρά πάρα πολύ ή πολύ στη μετέπειτα συμπεριφορά του ατόμου. Το ποσοστό του «πάρα πολύ» ανεβαίνει στο 88% στις γυναίκες συμμετέχουσες.
«Η επίγνωση των επιπτώσεων του ξύλου στη μετέπειτα συμπεριφορά του παιδιού, δείχνει ότι η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη να συνταχθεί σε κάθε γενναία απόφαση του κράτους που θα δημιουργούσε αμέσως και με αποτελεσματικότητα, τα “δικά μας” advocacy centers. Τα κέντρα
“υπεράσπισης” των παιδιών που κακοποιούνται, στα οποία θα εργάζονται όλοι οι ειδικοί, συντονισμένα και οργανωμένα, προκειμένου να απαλυνθούν τα τραύματα των παιδιών και να δοθεί μία καθαρή και ελπιδοφόρα διαδρομή για τη μετέπειτα ζωή τους», σύμφωνα με το Σωματείο ΕΛΙΖΑ.