Ενώ η διακοπή του καπνίσματος κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης μειώνει ελαφρώς τον κίνδυνο χαμηλού βάρους στα νεογέννητα, οποιαδήποτε διάρκεια καπνίσματος της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με χαμηλό βάρος γέννησης και μη φυσιολογικές αναλογίες σώματος, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο BMJ Open και μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Η Isabel Rumrich, από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Φινλανδίας στην πόλη Κουόπιο και οι συνεργάτες της εξέτασαν τα αποτελέσματα της διακοπής του καπνίσματος μέσα στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, αλλά και τα αποτελέσματα της συνέχισής του. Αποτελέσματα όχι στη μητέρα, αλλά στο βάρος και στις διαστάσεις του σώματος των νεογέννητων. Το δείγμα της έρευνας ήταν τεράστιο, τόσο σε επίπεδο χρονικού ορίζοντα όσο και σε επίπεδο δειγμάτων. Συγκεκριμένα, η έρευνα συμπεριέλαβε 1.376.778 γεννήσεις που καταγράφηκαν στη Φινλανδία από το 1991 μέχρι και το 2016. Τα ευρήματα που καταγράφηκαν ήταν τα ακόλουθα:
Το 84,5% των μητέρων ήταν μη καπνίστριες. Το 3,5% σταμάτησε το κάπνισμα κατά το πρώτο τρίμηνο και το 12% συνέχισε το κάπνισμα και μετά το πρώτο τρίμηνο. Τα μωρά που γεννήθηκαν από μητέρες που συνέχισαν το κάπνισμα μετά το πρώτο τρίμηνο είχαν αυξημένο κίνδυνο από 10% έως 22% να παρουσιάζουν αποκλίσεις από τον φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος, δηλαδή χαμηλότερο βάρος (ελλιποβαρή μωρά) και κακή αναλογία μεταξύ εγκεφάλου και σώματος. Δυστυχώς αυτοί οι κίνδυνοι ήταν μόνο ελαφρώς χαμηλότεροι για τα μωρά που γεννήθηκαν από μητέρες που ήταν καπνίστριες, αλλά σταμάτησαν το κάπνισμα κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Τι μας μαθαίνει αυτή η ανασκοπική μελέτη;
«Το πιο σημαντικό εύρημα της έρευνάς μας είναι ότι παρόλο που η διακοπή του καπνίσματος κατά το πρώτο τρίμηνο μειώνει τον κίνδυνο να γεννηθεί το παιδί με χαμηλό βάρος, μικρότερο μέγεθος εγκεφάλου και μήκος σώματος από το κανονικό, φαίνεται αυτό να μην αρκεί», επισημαίνει η Isabel Rumrich. «Αυτό τονίζει τη σημασία της διακοπής του καπνίσματος πριν από την εγκυμοσύνη, καθώς ακόμη και το κάπνισμα μόνο κατά την πρώιμη εγκυμοσύνη μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις στη μακροχρόνια υγεία του αγέννητου παιδιού», καταλήγει.