Η νέα θεραπεία των ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Waterloo διαφέρει από την παραδοσιακή αντιβιοτική θεραπεία, καθώς είναι ένας τύπος γονιδιακής θεραπείας που χορηγείται μέσω νανοτεχνολογίας και παρουσιάζει ποσοστό επιτυχίας που φτάνει το 65% στην πρόληψη της μόλυνσης από χλαμύδια, σε μία μόνο δόση. Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στο Science Reports.
«Καθώς η αντίσταση στα αντιβιοτικά συνεχίζει να αυξάνεται, οι άνθρωποι μπορεί να εμφανίσουν λοιμώξεις από χλαμύδια που να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν με συμβατικές μεθόδους, γεγονός που προκαλεί αυξανόμενες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία. Αν αφεθούν χωρίς θεραπεία ή εάν η θεραπεία διαρκεί πολύ, τα χλαμύδια μπορούν να οδηγήσουν σε υπογονιμότητα και άλλα αναπαραγωγικά προβλήματα. Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να βρεθούν νέοι τρόποι αντιμετώπισης αυτού του σεξουαλικά μεταδιδόμενου νοσήματος», δήλωσε ο Emmanuel Ho, καθηγητής στη Φαρμακευτική Σχολή του Waterloo.
Η νέα θεραπεία που δημιουργήθηκε στο εργαστήριο του Δρ. Ho και στοχεύει στη λοίμωξη από χλαμύδια εμποδίζοντας την πλειοψηφία των βακτηρίων να εισέλθουν στα κύτταρα του γεννητικού συστήματος και καταστρέφοντας όποια βακτήρια καταφέρουν να διαπεράσουν το κυτταρικό τοίχωμα. Η ομάδα κατάφερε να το πετύχει αυτό χρησιμοποιώντας μικρά RNA παρεμβολής (siRNA) για να στοχεύσει ένα συγκεκριμένο γονίδιο που ονομάζεται PDGFR-beta και υπάρχει στη γυναικεία αναπαραγωγική οδό, το οποίο εκφράζει μια πρωτεΐνη που δεσμεύει τα βακτήρια των χλαμυδίων.
«Στοχεύοντας το PDGFR-beta, θα είμαστε σε θέση να σταματήσουμε τη σύνθεση της πρωτεΐνης που θα χρησιμοποιήσουν τα χλαμύδια για να εισέλθουν στο δερματικά κύτταρα των γεννητικών οργάνων», δήλωσε ο Δρ. Ho και συνέχισε λέγοντας: «Με τον τρόπο αυτό, μια ενδεχόμενη μόλυνση θα έχει λιγότερο πρόσφορο έδαφος για να εδραιωθεί στον οργανισμό, επομένως θα είναι λιγότερο πιθανό να εκδηλωθεί».
Επειδή το siRNA δεν μπορεί να εισέλθει από μόνο του στα κύτταρα του δέρματος και να μπλοκάρει το γονίδιο PDGFR-beta, η νέα αυτή γονιδιακή θεραπεία χρησιμοποιεί ως όχημα ένα μοναδικό νανοσωματίδιο το οποίο επιτρέπει στο siRNA να εισέλθει στα κύτταρα και να μειώσει την ικανότητα διείσδυσης των βακτηρίων, αποτρέποντας την διάδοση της νόσου.