Τα υψηλά επίπεδα λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL) ή «κακής» χοληστερόλης όπως συνηθίζουμε να τη λέμε, έχουν συσχετιστεί από καιρό με μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων. Ωστόσο, η έρευνα έχει δείξει ότι περίπου το 75% των ατόμων που είχαν υποστεί καρδιακά επεισόδια δεν είχαν επικίνδυνα υψηλά επίπεδα LDL.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο International Journal of Nanomedicine επισημαίνει ότι οι υψηλές τιμές μιας υποκατηγορίας LDL μπορεί να είναι ισχυρότερος παράγοντας πρόβλεψης πιθανών καρδιακών προβλημάτων, σε σχέση με τα συνολικά επίπεδα LDL. Η LDL αποτελείται από τρεις υποκατηγορίες (σωματίδια), την Α, τη Β και την Ι. Η μελέτη υποστηρίζει ότι η LDL που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από την κατηγορία Β είναι εκείνη που κάνει τη ζημιά, ενώ όταν η συνολική LDL αποτελείται κατά 60% από τον Α τύπο και κατά 20% από τους άλλους δύο τύπους, η βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία είναι αρκετά μικρότερη.
Όσο μικρότερου μεγέθους και όσο μεγαλύτερης πυκνότητας είναι το σωματίδιο LDL τόσο πιο αυξημένη είναι η αθηρογόνος ικανότητά του, τόσο ευκολότερα διηθείται στο αρτηριακό τοίχωμα και τόσο πιο επιρρεπές είναι στην οξείδωση.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι κάποιος με φυσιολογικές τιμές LDL θα μπορούσε να έχει υψηλό ποσοστό υποκλάσης Β και κατά συνέπεια να έχει υψηλότερο κίνδυνο για καρδιακή νόσο από το αναμενόμενο. Η υποκατηγορία Β της LDL χαρακτηρίζεται από μικρά, πυκνά σωματίδια που είναι πιο πιθανό να οξειδώσουν τα αρτηριακά τοιχώματα.
Ασφαλώς θα χρειαστεί περισσότερη έρευνα για να καθοριστεί εάν η μέτρηση των υποκλάσεων LDL βελτιώνει την πρόγνωση των καρδιοπαθειών, περισσότερο από ό,τι ισχύει σήμερα.