Παρόλο που η σκωληκοειδίτιδα είναι μια πάθηση σχετικά συχνή, μια νέα μελέτη δείχνει ότι η ακριβής διάγνωσή της στα τμήματα επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ) των νοσοκομείων είναι πιο δύσκολη από όσο φανταζόμαστε.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, αναφέρει πως η σκωληκοειδίτιδα αποτελεί μια από τις συχνότερες χειρουργικές επεμβάσεις, ωστόσο τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν πως οι ειδικοί αποτυγχάνουν να τη διαγνώσουν κατά 3,8% στο 15% των παιδιών και κατά 5,9% στο 23,5% των ενηλίκων, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους στα ΤΕΠ.

«Μελετήσαμε ασθενείς που αρχικά παρουσίασαν συμπτώματα σκωληκοειδίτιδας, αλλά η πάθηση δε διαγνώσθηκε στην πρώτη εξέταση», αναφέρει ο επικεφαλής ερευνητής, Prashant Mahajan, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Michigan και διευθυντής του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο Mottt.

Χρησιμοποιώντας δεδομένα από τα προγράμματα ασφάλισης των ασθενών, ο Δρ. Mahajan και η ομάδα του βρήκαν ότι το 6% των ενηλίκων και το 4,4% των παιδιών, που αρχικά παρουσιάστηκαν στα ΤΕΠ με συμπτώματα παρόμοια με αυτά της σκωληκοειδίτιδας, δεν διαγνώσθηκαν εκείνη τη στιγμή, αλλά στην επόμενη επίσκεψή τους.

«Η επόμενη αυτή επίσκεψη θα μπορούσε να είναι είτε ξανά στα ΤΕΠ είτε σε μια άλλη μονάδα παροχής υγείας, με την πλειοψηφία των διαγνώσεων να γίνεται σε επτά ημέρες από την αρχική επίσκεψη στα ΤΕΠ», σχολιάζει ο ειδικός.

Παράγοντες που σχετίζονται με μια χαμένη διάγνωση
Οι επιστήμονες διερεύνησαν τους παράγοντες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν το γιατί μια διάγνωση σκωληκοειδίτιδας δεν πραγματοποιήθηκε στην πρώτη επίσκεψη του ασθενή στα ΤΕΠ.

«Πολλές περιπτώσεις πιθανώς μη διαγνωσμένης σκωληκοειδίτιδας σε παιδιά και ενηλίκους αρχικά εκτιμήθηκαν ως δυσκοιλιότητα, πράγμα που υποδεικνύει ότι κάποια περιστατικά είτε είχαν διαγνωσθεί εσφαλμένα έτσι είτε η ερμηνεία της δυσκοιλιότητας μπορεί να οδήγησε σε ένα συγκεκριμένο τύπο γνωστικών μεταβλητών που λέγεται πρόωρο κλείσιμο (της υπόθεσης), ο οποίος μπορεί να έχει προδιαθέσει τον πάροχο υγείας για μια χαμένη διάγνωση», εξηγεί ο Δρ. Mahajan.

Η ερευνητική ομάδα βρήκε, επίσης, ότι μια χαμένη διάγνωση ήταν συχνότερη σε γυναίκες και ασθενείς με προϋπάρχουσες ιατρικές καταστάσεις, ενώ και τα διαγνωστικά τεστ έπαιξαν κάποιο ρόλο στο ποιος λάμβανε τελικά τη διάγνωση και ποιος όχι.

«Ένα ακόμα ενδιαφέρον εύρημα ήταν ότι οι ασθενείς που έκαναν μόνο ακτινογραφίες στην κοιλιακή χώρα ήταν πιο πιθανό να ανήκουν στην ομάδα των πιθανώς χαμένων διαγνώσεων σκωληκοειδίτιδας», προσθέτει ο καθηγητής, σημειώνοντας ότι αυτό υποδεικνύει την ανάγκη για καλύτερη καθοδήγηση από την πλευρά των παρόχων υγείας για την κατάλληλη χρήση των εξετάσεων.

«Υπάρχει προοπτική μείωσης των περιττών ακτινογραφιών στην κοιλιακή χώρα για την αξιολόγηση του κοιλιακού πόνου και χρήσης των εξετάσεων υπολογιστικής τομογραφίας (CT) για μια πιο εξειδικευμένη ομάδα ασθενών είτε στα επείγοντα περιστατικά είτε στις επακόλουθες επισκέψεις», σχολιάζει ο Δρ. Mahajan. Σημειώνει, ωστόσο, ότι απλά και μόνο επειδή τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι οι ασθενείς που διαγιγνώσκονται σωστά με σκωληκοειδίτιδα στην αρχική επίσκεψη είχαν κάνει περισσότερες εξετάσεις, αυτό δε σημαίνει ότι οι εξετάσεις αυτές θα πρέπει να πραγματοποιούνται δίχως δεύτερη σκέψη.

«Δεν υποστηρίζουμε ότι οι εξετάσεις CT θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε κάθε περιστατικό κοιλιακού πόνου. Αντιθέτως, βάσει των ευρημάτων που δείχνουν ότι τα περισσότερα περιστατικά διαγιγνώσκονται στην επακόλουθη επίσκεψη, ελπίζουμε ότι τα αποτελέσματά μας θα καθοδηγήσουν τους ειδικούς στα ΤΕΠ και τους άλλους παρόχους υγείας όσον αφορά στο πότε να παρακολουθούν τους ασθενείς, όπως και στο πότε να ζητούν πιο εξειδικευμένες εξετάσεις», υπογραμμίζει ο ειδικός.

Καταληκτικά, το σχόλιο των επιστημόνων είναι ότι η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία της παρακολούθησης των ασθενών από τους παρόχους υγείας και ότι μπορεί να φωτίσει περισσότερο τη συχνότητα διαγνωστικών λαθών, ώστε να μειωθεί το κόστος που αυτά επιφέρουν στα συστήματα υγείας και να βελτιωθεί η ποιότητα των διαγνώσεων.