Υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να διασφαλίζουμε τον ποιοτικό και επαρκή ύπνο των παιδιών, αλλά «εάν βεβαιωθούμε ότι τα παιδιά μας κοιμούνται καλά, θα τα προστατεύσουμε από ψυχικά προβλήματα υγείας» λέει ο Bror M. Ranum υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Ψυχολογίας του Νορβηγικού Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας.
Έρευνα σε περίπου 800 παιδιά που παρακολουθήθηκαν επί αρκετά χρόνια έδειξε ότι εκείνα με τις λιγότερες ώρες ύπνου διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης ψυχιατρικών διαταραχών αργότερα, συμπεριλαμβανομένων της ΔΕΠΥ, της αγχώδους διαταραχής και της κατάθλιψης.
«Βλέπουμε μια συσχέτιση μεταξύ της διάρκειας του ύπνου και του κινδύνου συμπτωμάτων συναισθηματικών και συμπεριφορικών διαταραχών», λέει ο Ranum, πρώτος συγγραφέας ενός νέου άρθρου για τα παιδιά, τον ύπνο και τον κίνδυνο ψυχικών διαταραχών.
Τα αγόρια που κοιμούνται λιγότερες ώρες έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης προβλημάτων συμπεριφοράς, ενώ τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια με έλλειμμα ωρών ύπνου διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο συναισθηματικών διαταραχών μελλοντικά. Οι μετρήσεις δεν παρείχαν ενδείξεις για την ποιότητα του ύπνου.
Ο ύπνος των παιδιών μετρήθηκε με τη χρήση αισθητήρων κίνησης κάθε βράδυ επί μια εβδομάδα. Οι ερευνητές διεξήγαγαν κλινικές συνεντεύξεις για να εκτιμήσουν τυχόν δυσκολίες ψυχικής υγείας. Αυτές οι διαδικασίες επαναλήφθηκαν πολλές φορές ανά διετία.
Η μελέτη, μέρος μιας μεγαλύτερης μακροχρόνιας μελέτης χιλίων παιδιών στην ηλικία των 4, 6, 8,12,14 ετών, δεν έδειξε να υπάρχει ο αντίστροφος συσχετισμός – δηλαδή τα στοιχεία δεν έδειξαν εάν οι ψυχικές δυσκολίες επηρέαζαν την ποσότητα του ύπνου των παιδιών.
Αν και έχουν υπάρξει προηγούμενες μελέτες του ύπνου σε σχέση με τις ψυχικές νόσους, αυτή σύμφωνα με τους ερευνητές θεωρείται από τις πρώτες που διερευνά αυτή τη σχέση σε βάθος χρόνων και χρησιμοποιεί αντικειμενικούς μετρητές ύπνου (και όχι μαρτυρίες).
Η συγκεκριμένη έρευνα έδειξε ότι τα παιδιά που κοιμούνται λιγότερες ώρες από τα άλλα εμφανίζουν συχνότερα ψυχιατρικά συμπτώματα ακόμη και μετά από δύο χρόνια.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η διάρκεια του ύπνου είναι υποκειμενική και διαφέρει από παιδί σε παιδί. Οι γονείς λοιπόν δεν πρέπει να ανησυχήσουν για τις ακριβείς ώρες που κοιμάται το παιδί τους, αλλά να προβληματιστούν σε περίπτωση που δουν ότι το παιδί δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί ή έχει διακυμάνσεις συμπεριφοράς.
Επισημαίνουν επίσης ότι είναι δύσκολο να δοθούν συμβουλές που να ταιριάζουν σε κάθε οικογένεια, ωστόσο τονίζουν ότι η ύπαρξη συνέπειας ως προς την ώρα έγερσης το πρωί είναι ίσως ο πιο αποδοτικός τρόπος να διαμορφωθούν υγιείς συνήθειες ύπνου.