Η κατανάλωση περισσότερου ελαιόλαδου, ειδικά όταν προτιμάται έναντι τροφίμων όπως η μαγιονέζα, η μαργαρίνη ή το βούτυρο, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφράγματος, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, κατανάλωση περισσότερου από μισής κουταλιάς της σούπας ελαιόλαδο ημερησίως, συνδέθηκε με 15% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης κάποιας καρδιαγγειακής νόσου και 21% χαμηλότερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Ωστόσο, η υψηλότερη κατανάλωση ελαιολάδου δεν φάνηκε να επηρεάζει τις πιθανότητες εγκεφαλικού επεισοδίου.

Επιπλέον, διαπίστωσαν ότι η αντικατάσταση ενός κουταλιού του γλυκού βούτυρο, μαργαρίνη, μαγιονέζα ή γαλακτοκομικό λιπαρό προϊόν με την αντίστοιχη ποσότητα ελαιολάδου μείωσε τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου κατά 5% και της στεφανιαίας νόσου κατά 7%. Ωστόσο, όταν ξεκίνησε η έρευνα το 1990 πολλές μαργαρίνες περιείχαν σημαντικές ποσότητες τρανς λιπαρών οξέων, γεγονός που σημαίνει ότι τα αποτελέσματα μπορεί να μην ανταποκρίνονται στις φυτικές μαργαρίνες που κυκλοφορούν τώρα στο εμπόριο, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Για τη διεξαγωγή των συμπερασμάτων τους, η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τη Δρ. Marta Guasch-Ferre της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ της Βοστώνης, ανέλυσαν στοιχεία από 63.867 γυναίκες και 35.512 άνδρες, χωρίς να νοσούν από κάποια πάθηση όπως καρκίνο, καρδιακές παθήσεις ή άλλες χρόνιες παθήσεις κατά την έναρξη της μελέτης. Οι συμμετέχοντες απαντούσαν ερωτηματολόγια σχετικά με τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους ανά τέσσερα έτη, στο πλαίσιο μια παρακολούθησης περίπου 30 ετών (1990-2014).

Τα ευρήματα της μελέτης προέκυψαν από την παρατήρηση γεγονός που σημαίνει ότι δεν προκύπτει ένας συσχετισμός αιτίου – αιτιατού. Ωστόσο μικρότερου μεγέθους έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι είναι ευεργετική για το λιπιδαιμικό προφίλ η αντικατάσταση ζωικών λιπών με ελαιόλαδο.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι απαιτούνται μελλοντικές μελέτες για να διερευνηθούν οι υποκείμενοι μηχανισμοί πίσω από τον παραπάνω συσχετισμό καθώς και τα άλλα οφέλη των φυτικών ελαίων στην καρδιακή υγεία.