Οι άνθρωποι που πότε κοιμούνται πολύ και πότε λίγο και όσοι πέφτουν για ύπνο πολύ διαφορετικές ώρες, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Όσο πιο ακανόνιστη είναι η διάρκεια του ύπνου τους, τόσο μεγαλύτερος φαίνεται να είναι ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου λόγω διαταραχής του βιολογικού ρολογιού που επηρεάζει τον μεταβολισμό, την πίεση του αίματος και το ρυθμό της καρδιάς, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή επιδημιολογίας του ύπνου Τιάνιι Χουάνγκ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham & Women’s της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας, μελέτησαν σε βάθος πενταετίας σχεδόν 2.000 ανθρώπους 45 έως 84 ετών. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν καρδιαγγειακή νόσο στην αρχή της μελέτης και κλήθηκαν να φορέσουν στον καρπό τους ειδική συσκευή καταγραφής του ύπνου τους. Στη διάρκεια της έρευνας 111 άτομα έπαθαν έμφραγμα, εγκεφαλικό ή άλλο καρδιαγγειακό επεισόδιο.

Διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν τον πιο ακανόνιστο ύπνο (απόκλιση τουλάχιστον δύο ωρών στη διάρκεια του ύπνου κάθε βράδυ), είχαν υπερδιπλάσια πιθανότητα για καρδιαγγειακό πρόβλημα. Όσοι είχαν το πιο κανονικό πρόγραμμα ύπνου (απόκλιση έως μιας ώρας από βράδυ σε βράδυ), κινδύνευαν λιγότερο. Η ίδια διαφορά κινδύνου υπήρχε και όσον αφορά την απόκλιση της ώρας που έπεφτε κανείς στο κρεβάτι για να κοιμηθεί: όσοι διέφεραν κατά τουλάχιστον 90 λεπτά από βράδυ σε βράδυ, κινδύνευαν περισσότερο από όσους διέφεραν το πολύ κατά 30 λεπτά.

«Συνήθως όταν μιλάμε για τον ύπνο, τείνουμε να εστιάζουμε στη διάρκεια του, στο πόσες ώρες κοιμάται κανείς τα βράδια και όχι στο πόσο ακανόνιστος είναι ο ύπνος του, σε πόσο άτακτες ώρες πέφτει στο κρεβάτι και πόσο διαφέρει η διάρκεια του ύπνου του από το ένα βράδυ στο άλλο. Η μελέτη μας δείχνει ότι υγιεινός ύπνος δεν είναι μόνο ο επαρκής ύπνος, αλλά και αυτός που δεν είναι ακανόνιστος», δήλωσε ο Δρ Χουάνγκ.

Μια άλλη αμερικανική έρευνα, με επικεφαλής τη Δρ Νουρ Μακαρέμ του Ιατρικού Κολλεγίου του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, η οποία έγινε σε 1.920 ανθρώπους με μέση ηλικία 69 ετών, επιβεβαιώνει ότι αν συνδυάζονται και τα τρία – επαρκής ύπνος, ποιοτικός ύπνος και σε κανονικά διαστήματα- τότε μειώνεται ο κίνδυνος εμφράγματος, εγκεφαλικού επεισοδίου και άλλων καρδιαγγειακών προβλημάτων.

Παράλληλα, αυτό βοηθά, ιδίως τις γυναίκες, στη διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους. Όσες πέφτουν για ύπνο την ίδια ώρα κάθε βράδυ, χάνουν πιο εύκολα κιλά.

Αυξάνονται συνεχώς οι ενδείξεις πως ο λίγος, κακός και ακανόνιστος ύπνος αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιοπάθεια, υπέρταση, διαβήτη, παχυσαρκία κ.α. Μάλιστα αρκετοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο ύπνος πρέπει πλέον να θεωρηθεί ο όγδοος δείκτης αξιολόγησης της καρδιαγγειακής υγείας, μαζί με το κάπνισμα, το σωματικό βάρος, τη διατροφή, τη σωματική άσκηση, τη χοληστερίνη, την πίεση του αίματος και το επίπεδο σακχάρου.

Η δεύτερη έρευνα βρήκε ότι οι άνθρωποι με την πιο υγιεινή διάρκεια ύπνου (επτά έως οκτώ ώρες κάθε βράδυ) είναι 61% λιγότερο πιθανό να διαγνωσθούν με καρδιολογικό πρόβλημα. Όσοι κάνουν ποιοτικό και όχι ακανόνιστο ύπνο, έχουν 59% μικρότερο κίνδυνο για έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο και 44% μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν καρδιοπάθεια μέσα στην επόμενη πενταετία.

Τέλος, μια τρίτη αμερικανική μελέτη, με επικεφαλής τον Δρ. Μορίς Οχαγιόν του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, η οποία έγινε σε σχεδόν 11.000 ανθρώπους και παρουσιάστηκε σε συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας στο Τορόντο, κατέληξε στη διαπίστωση ότι οι ηλικιωμένοι που εμφανίζουν υπνηλία τη μέρα, μπορεί να κινδυνεύουν περισσότερο από την εμφάνιση νέων παθήσεων, όπως διαβήτη, υπέρτασης ή καρκίνου. Αυτό ισχύει ιδίως για όσα άτομα της τρίτης ηλικίας νυστάζουν τη μέρα, παρόλο που το βράδυ έχουν κοιμηθεί τουλάχιστον επτά ώρες.

«Η εστίαση στην υπνηλία των ηλικιωμένων μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς να προβλέψουν και να προλάβουν μελλοντικές ιατρικές καταστάσεις», δήλωσε η Μακαρέμ. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη μελέτη, οι ηλικιωμένοι με συχνή υπνηλία, είχαν 2,3 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα εκδήλωσης διαβήτη ή υπέρτασης, 2,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιοπάθειας και διπλάσιο κίνδυνο καρκίνου μετά από τρία χρόνια.