Μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JNCI αναδεικνύει σημαντικά οφέλη για τους άνδρες από την επιμήκυνση του χρόνου ανάμεσα στις εξετάσεις για καρκίνο του προστάτη.

Ο καρκίνος του προστάτη είναι ένας από τους πιο συχνούς τύπους καρκίνου στους άνδρες, καθώς επηρεάζει έναν στους επτά κάποια στιγμή της ζωής του. Το αιματολογικό τεστ για την ανίχνευση του προστατικού αντιγόνου (PSA) χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες για τον έλεγχο των ανδρών για καρκίνο του προστάτη, επειδή τα επίπεδα του PSA στο αίμα μπορεί να είναι υψηλότερα στους άνδρες που πάσχουν από τη νόσο.

Οι τιμές του PSA όμως  μπορεί να είναι υψηλότερες και σε άλλες παθήσεις που επηρεάζουν τον προστάτη (υπερπλασία ή η μόλυνση του προστάτη) ή εξαιτίας ορισμένως ιατρικών διαδικασιών και φαρμακευτικών αγωγών. Δεδομένων των παραγόντων αυτών, οι έρευνες σχετικά με την αποτελεσματικότητα τέτοιων ελέγχων στον εντοπισμό και τη θεραπεία ανδρών με καρκίνο του προστάτη δεν έχουν καταλήξει ως τώρα σε οριστικά συμπεράσματα.

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνδρες με χαμηλά επίπεδα PSA (<1.0 ng/mL) σε ηλικίες από τα 44 έως τα 60 έχουν πολύ χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη στο μέλλον. Η μελέτη των ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης διερεύνησε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των στρατηγικών ελέγχου που σχετίζονται με την επιμήκυνση του χρόνου ανάμεσα στις εξετάσεις PSA όταν η τιμή είναι κάτω από 1.0 ng/mL στην ηλικίες 45 ή 50 ή ακόμα και τη διακοπή των ελέγχων όταν το PSA στην ηλικία των 60 ετών είναι χαμηλότερο από 1.0 ng/mL.

Χρησιμοποιώντας τεχνικές στατιστικής μοντελοποίησης, οι ερευνητές προέβλεψαν τα συν και τα πλην των στρωματοποιημένων με βάση το PSA στρατηγικών ελέγχου ενάντια στον παραδοσιακό συνιστώμενο έλεγχο για άνδρες ηλικίας από 45 έως 69 ετών κάθε δύο χρόνια. Τα πλεονεκτήματα εκτιμήθηκαν με βάση τις ζωές που σώθηκαν και τον χρόνο ζωής που αυξήθηκε, ενώ τα μειονεκτήματα με βάση τις εξετάσεις και τις περιπτώσεις υπερδιάγνωσης.

Το μοντέλα προέβλεψαν ότι ο έλεγχος 10.000 ανδρών 45-69 ετών κάθε δύο χρόνια θα απαιτούσε περισσότερες από 110.000 εξετάσεις και θα είχε ως αποτέλεσμα έως και 348 περιπτώσεις υπερδιάγνωσης. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η επιμήκυνση του χρόνου ελέγχου από τα δύο στα οκτώ χρόνια θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των υπερδιαγνώσεων κατά 5-24% και τη μείωση στις ζωές που σώζονται μόνο κατά 3,1-3,8%.

Επιπλέον, τα μοντέλα προέβλεψαν ότι η διακοπή των ελέγχων στην ηλικία των 60 ετών για όλους τους άνδρες θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τις περιπτώσεις υπερδιάγνωσης (σε ποσοστό 79-82%), αλλά θα μείωνε σημαντικά και τον αριθμό των ζωών που σώζονται, συγκριτικά με τον έλεγχο μέχρι τα 69.

«Η μελέτη αυτή δείχνει τη δύναμη των συγκριτικών μοντέλων: χρησιμοποιώντας δύο μοντέλα με διαφορετικές υποκείμενες υποθέσεις, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αβεβαιότητα γύρω από τα αποτελέσματα», αναφέρει σε συνοδευτικό της μελέτης σχόλιο η επικεφαλής συγγραφέας, Δρ. Eveline Heijnsdijk, PhD.