Αναδρομική μελέτη που διεξήχθη στη Δανία διαπίστωσε ότι οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού έχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης κολπικής μαρμαρυγής τρία χρόνια μετά τη διάγνωση του καρκίνου, σε σχέση με υγιείς γυναίκες της ίδιας ηλικίας.
Χρησιμοποιώντας το σχετικό εθνικό μητρώο της Δανίας, οι ερευνητές της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο HeartRhythm, ανέλυσαν τη μακροπρόθεσμη συχνότητα εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.
Πιο συγκεκριμένα, εντόπισαν ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού μεταξύ 1998 και 2015 και έπειτα αντιστοίχησαν τα στοιχεία 74.155 εξ αυτών, ανάλογα με την ηλικία και το φύλο, με 222.465 άτομα από τον γενικό πληθυσμό (αναλογία 1:3).
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με καρκίνο του μαστού είχαν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης κολπικής μαρμαρυγής και ότι ο κίνδυνος εξαρτάται από την ηλικία και το χρόνο που έχει μεσολαβήσει από τη διάγνωση. Οι ασθενείς ηλικίας κάτω των 60 ετών είχαν υπερδιπλάσιο κίνδυνο κατά τους πρώτους έξι μήνες μετά τη διάγνωση και 80% μεγαλύτερο κίνδυνο από τους έξι μήνες έως τα τρία χρόνια μετά τη διάγνωσή τους. Αντίθετα, οι ασθενείς ηλικίας άνω των 60 ετών είχαν ίδια ποσοστά κινδύνου με τον γενικό πληθυσμό κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών, τα οποία όμως αυξάνονταν κατά 14% από τους έξι μήνες έως τα τρία χρόνια μετά τη διάγνωση.
«Οι σύγχρονες θεραπευτικές μέθοδοι εξασφαλίζουν ότι σχεδόν το 80% των ασθενών με καρκίνο του μαστού θα έχουν υψηλό προσδόκιμο ζωής», εξηγεί η επικεφαλής ερευνήτρια Maria D’Souza, διευθύντρια του Καρδιολογικού Τμήματος στο Νοσοκομείο Herlev and Gentofte της Δανίας και συνεχίζει: «Η υγιής διαβίωση μπορεί, ωστόσο, να απειληθεί από τις μακροπρόθεσμες επιπλοκές που μπορεί να οφείλονται τόσο στον ίδιο τον καρκίνο όσο και στις θεραπείες αντιμετώπισής του. Αντίστοιχα, έχει παρατηρηθεί αυξημένη συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων στις ασθενείς και ειδικότερα καρδιακή ανεπάρκεια και ισχαιμική καρδιοπάθεια. Υποθέτουμε ότι οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού ενδεχομένως να είναι επιρρεπείς στην εκδήλωση κολπικής μαρμαρυγής, λόγω του ότι ο καρκίνος προκαλεί φλεγμονή».
Προσθέτει δε ότι «η μελέτη αυτή ήταν η πρώτη που έδειξε ότι οι γυναίκες που νόσησαν πρόσφατα από καρκίνο του μαστού είχαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής. Τα ευρήματά μας θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους γιατρούς να επικεντρωθούν στον κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού, προκειμένου να τη διαγνώσουν και να τη θεραπεύσουν όσο το δυνατόν νωρίτερα. Ακόμα, αποτελούν κίνητρο για τους ερευνητές, ώστε να προσπαθήσουν να εντοπίσουν τον αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης κολπικής μαρμαρυγής, εξετάζοντας τον ίδιο τον καρκίνο, τη θεραπεία, τη γενετική προδιάθεση και τους παράγοντες κινδύνου που προέρχονται από τον τρόπο ζωής».
Σε συνοδευτικό άρθρο, πάντως, σχολιάζεται το γεγονός ότι, παρόλο που η μελέτη παρέχει σημαντικά στοιχεία για τον εθνικό πληθυσμό της Δανίας που ενδεχομένως να απαντούν και σε όλες τις γυναίκες με ευρωπαϊκή καταγωγή, δεν είναι βέβαιο το κατά πόσο μπορεί να είναι απόλυτη στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Κι αυτό γιατί η παρακολούθηση των ασθενών έγινε μόνο για τρία χρόνια, διάστημα πολύ μικρό ώστε να εμφανιστούν τοξικά για την καρδιά αποτελέσματα από τη θεραπεία ενάντια στον καρκίνο του μαστού. Επιπλέον, το μοντέλο έρευνας που ακολουθήθηκε δεν έλαβε υπόψη ένα ακόμη δεδομένο: ότι ο κίνδυνος θνησιμότητας μέσα στην τριετία ήταν μεγαλύτερος από τον κίνδυνο εκδήλωσης κολπικής μαρμαρυγής και στις δύο ηλικιακές ομάδες.