Εκτός από τη χρονολογική ηλικία, δηλαδή τα χρόνια ζωής από τη γέννηση ενός ανθρώπου, υπάρχει και η βιολογική ή φαινοτυπική ηλικία, η οποία ορίζεται από το ίδιο το σώμα με βάση συγκεκριμένους δείκτες υγείας και συνήθως διαφέρει από τη χρονολογική.
Η βιολογική ηλικία χρησιμοποιείται από τους επιστήμονες ως εργαλείο υπολογισμού ενδεχόμενων προβλημάτων υγείας και των πιθανοτήτων πρόωρου θανάτου. Κατά συνέπεια, η μέτρηση της βιολογικής ηλικίας θεωρείται άκρως σημαντική, αφού προσφέρει νέες δυνατότητες στον τομέα της πρόληψης και της περίθαλψης.
Σύμφωνα με τη Sara Hägg, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Karolinska, υπάρχουν πολλοί δείκτες μέτρησης της βιολογικής ηλικίας. Το νέο που κομίζει η πρόσφατη εικοσαετής έρευνα του Ινστιτούτου που δημοσιεύτηκε στο eLife, είναι ο εντοπισμός των συγκεκριμένων δεικτών που καθορίζουν τα προβλήματα υγείας που σχετίζονται με το γήρας.
Τα ευρήματα έδειξαν πως η ασθενικότητα (ή ευθραυστότητα) – σύμφωνα με την καταγραφή των συμπτωμάτων από τους 845 μεσήλικες και ηλικιωμένους συμμετέχοντες στην έρευνα- και το επιγενετικό ρολόι (η χημική τροποποίηση του DNA με την προσθήκη ομάδων μεθυλίου), το οποίο συνδέεται με τον τρόπο έκφρασης διαφορετικών γονιδίων, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόβλεψη του πρόωρου θανάτου.
Άλλοι δείκτες που μελετήθηκαν ήταν το μήκος των τελομερών, βιοδείκτες του αίματος και οι γνωστικές και σωματικές ικανότητες, οι οποίοι σχετίστηκαν επίσης με την αύξηση κινδύνου πρόωρου θανάτου.
Κατά την ερευνήτρια, κρίνεται σημαντικό τα αποτελέσματα της μελέτης που βασίστηκαν σε πληθυσμιακό δείγμα, να επικυρωθούν και σε ατομικό επίπεδο.