Τόσο η εγκυμοσύνη όσο και ο θηλασμός αποτελούν διαδικασίες που μπορεί να προστατεύουν τις γυναίκες από την πρόωρη εμμηνόπαυση, υποδεικνύει μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open.
Για τη μελέτη αυτή, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από περίπου 108.000 γυναίκες στην Αμερική και διαπίστωσαν μεταξύ άλλων ότι ο ο κίνδυνος ήταν μικρότερος στις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν τον θηλασμό ως μοναδικό τρόπο τροφής του παιδιού.
«Στη μελέτη μας, οι γυναίκες που είχαν κυοφορήσει τρεις φορές ή περισσότερο και θήλαζαν αποκλειστικά για επτά έως 12 μήνες, είχαν 32% χαμηλότερο κίνδυνο πρόωρης εμμηνόπαυσης σε σχέση με εκείνες που είχαν τον ίδιο αριθμό παιδιών αλλά είχαν θηλάσει για λιγότερο από ένα μήνα», αναφέρει η πρώτη συγγραφέας της μελέτης και διδακτορική φοιτήτρια στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, Δρ. Christine Langton.
Επιπλέον, συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν είχαν ολοκληρωμένες εγκυμοσύνες, οι γυναίκες που είχαν δύο εγκυμοσύνες παρουσίαζαν 16% χαμηλότερο κίνδυνο πρόωρης εμμηνόπαυσης, ενώ για εκείνες με τρεις εγκυμοσύνες ο κίνδυνος ήταν χαμηλότερος κατά 22%.
Γενικότερα, θεωρείται ότι επειδή η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός αποτρέπουν την ωορρηξία ενδεχομένως να καθυστερούν την εξάντληση των ωοθυλακίων στις ωοθήκες που συμβαίνει φυσικά με την πάροδο του χρόνου. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται ο κίνδυνος πρόωρης εμμηνόπαυσης, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι οποίοι τονίζουν, πάντως, ότι η μελέτη δεν απέδειξε σχέση αιτίου-αποτελέσματος.
«Τα ευρήματά μας σχετικά με τον θηλασμό όχι μόνο προσφέρουν μια νέα οπτική σχετικά με τους τρόπους πρόληψης της πρόωρης εμμηνόπαυσης, αλλά συστρατεύονται και με τις συστάσεις της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες θα πρέπει να θηλάζουν αποκλειστικά τα παιδιά τους για τουλάχιστον έξι μήνες και να συνεχίζουν τον θηλασμό έως και για ένα χρόνο», σημειώνει ο Δρ. Langton και καταλήγει:
«Η μελέτη μας έχει δυναμική λόγω του μεγάλου μεγέθους του δείγματος, της μετέπειτα παρακολούθησης διάρκειας 26 ετών αλλά και του διορατικού σχεδιασμού της. Επίσης, περιορίσαμε τη μελέτη σε γυναίκες που βρίσκονταν στο στάδιο προ της εμμηνόπαυσης, στοιχείο-κλειδί για το τελικό αποτέλεσμα».