Τα κορίτσια με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού τείνουν να διαγιγνώσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία από ό,τι τα αγόρια, καθυστερώντας έτσι την λήψη απαραίτητης θεραπείας, υποστηρίζει νέα επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Autism Research.
Αυτή η καθυστέρηση στη διάγνωση αποτελεί ένα κλινικά σημαντικό εύρημα, καθώς, σύμφωνα με τον συγγραφέα της μελέτης και αναπληρωτή καθηγητή μοριακής βιολογίας, νευροεπιστημών και ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Brown, Δρ. Eric Morrow, «η μόνη μέχρι στιγμής θεραπεία που έχει κάποιο αποτέλεσμα στον αυτισμό είναι η έγκαιρη διάγνωση και η παροχή εντατικών υπηρεσιών, όπως η συμπεριφορική θεραπεία».
Η καθυστέρηση στην ομιλία είναι συχνά το πρώτο σημάδι μιας διαταραχής του φάσματος του αυτισμού που παρατηρούν γονείς και γιατροί στα παιδιά, με τα κορίτσια που συμμετείχαν στη μελέτη, ωστόσο, να παρουσιάζουν καλύτερη ικανότητα ομιλίας από τα αγόρια, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η διάγνωσή τους.
Η μελέτη περιελάμβανε 1.000 παιδιά, εκ των οποίων τα κορίτσια διαγιγνώσκονταν με αυτισμό σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα κατά μέσο όρο από τα αγόρια.
«Πρέπει να εξετάσουμε τους πιθανούς τρόπους για να βελτιώσουμε την αναγνώριση του αυτισμού στα άτομα όπως τα κορίτσια της μελέτης, που δεν έχουν το ίδιο επίπεδο καθυστέρησης στη βασική ομιλία, αλλά μπορεί να παρουσιάζουν άλλες δυσκολίες στην επικοινωνία, το παιχνίδι και την προσαρμογή στον γενικότερο κοινωνικό κόσμο», αναφέρει ο επίσης συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Stephen Sheinkopf και συνεχίζει:
«Πρέπει, ακόμη, να αναθεωρήσουμε τις μεθόδους έγκαιρης παρέμβασης προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι είναι σχεδιασμένες σωστά για τα παιδιά που ίσως χρειάζονται βοήθεια σε κάπως διαφοροποιημένα στοιχεία της κοινωνικής προσαρμογής. Οφείλουμε να βελτιώσουμε τις θεραπείες, ώστε να ανταποκρίνονται στις ατομικές ανάγκες», κατέληξε ο Δρ. Sheinkopf.
Η μελέτη βρήκε, επιπλέον, ότι ο αριθμός των αγοριών με αυτισμό είναι πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερος από αυτόν τον κοριτσιών και ότι οι πάσχοντες από αυτισμό συχνά παρουσιάζουν και άλλες ψυχικές και σωματικές παθήσεις.
Ενδεικτικά, σχεδόν οι μισοί από τους συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν κάποια άλλη νευροαναπτυξιακή διαταραχή, όπως ΔΕΠΥ ή νοητική αναπηρία. Το 44% έπασχε από κάποια ψυχιατρική διαταραχή, το 43% από κάποια νευρολογική πάθηση όπως επιληψία, ημικρανία ή τικ και το 93% είχε τουλάχιστον μία γενική ιατρική κατάσταση. Τέλος, σχεδόν το 1/3 παρουσίαζε διάφορα άλλα συμπεριφορικά προβλήματα.