Οι πρώην καπνιστές τείνουν να αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα πόνου σε σχέση με τους ανθρώπους που δεν κάπνιζαν ποτέ σε καθημερινή βάση, και τα επίπεδα πόνου τους είναι παρόμοια με εκείνων που εξακολουθούν να καπνίζουν κάθε μέρα, σύμφωνα με μία νέα μελέτη του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL).
Για την εργασία που δημοσιεύθηκε στο Addictive Behaviors, αναλύθηκαν δεδομένα περισσότερων από 220.00 ανθρώπων άνω των 16 ετών στη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι είτε δεν είχαν καπνίσει ποτέ σε καθημερινή βάση, είτε κάπνιζαν καθημερινά αλλά διέκοψαν, είτε συνέχιζαν να καπνίζουν καθημερινά. Τα δεδομένα στη συνέχεια συγκρίθηκαν με τα επίπεδα πόνου που ανέφεραν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες μεταξύ των τριών ομάδων.
Στη σύγκριση αυτή λήφθηκαν υπόψιν διάφοροι παράγοντες που μπορεί να επηρέασαν τα αποτελέσματα, μεταξύ των οποίων η σωματική υγεία όπως τη βαθμολογούσαν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες, η προσωπικότητα, τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης και η κατανάλωση αλκοόλ. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναφέρουν πόσο πόνο ένιωσαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τεσσάρων εβδομάδων και αν η κατάσταση αυτή προκάλεσε προβλήματα στις δουλειές τους τόσο εντός όσο και εκτός σπιτιού.
Οι ερευνητές, λοιπόν, βρήκαν ότι, τόσο όσοι συνεχίζουν να καπνίζουν καθημερινά όσο και αυτοί που διέκοψαν, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα πόνου ακόμα και σε ηλικίες 16-34 που είναι απίθανο να υποφέρουν από ασθένειες σχετικές με το κάπνισμα, από ανθρώπους κάθε ηλικίας που δεν κάπνιζαν ποτέ τακτικά.
«Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλες διαφορές ανάμεσα στους πρώην καπνιστές και στους μη καπνιστές που προκαλούν αυτά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα, πρέπει όμως να σκεφτούμε τουλάχιστον την πιθανότητα μια περίοδος καθημερινού καπνίσματος σε οποιαδήποτε φάση της ζωής μας να συντελεί σε αυξημένα επίπεδα πόνου, ακόμα και μετά τη διακοπή του. Αυτό μπορεί να οφείλεται στις αρνητικές επιπτώσεις του καπνίσματος στις ορμόνες του σώματος ή σε κάποια μη διαγνωσμένη βλάβη στους ιστούς», επισημαίνει η επικεφαλής συγγραφέας, Δρ. Olga Perski και καταλήγει:
«Πρόκειται για ένα θέμα που χρειάζεται διερεύνηση, με τη μελέτη αυτή να υποστηρίζει προηγούμενα ευρήματα που αναφέρουν πως το κάπνισμα συμβάλλει στα αυξημένα επίπεδα πόνου. Σημαντικό πλεονέκτημα της παρούσας εργασίας είναι το μεγάλο δείγμα συμμετεχόντων και το γεγονός ότι έλαβε υπόψιν της μεγάλο αριθμό άλλων πιθανών παραγόντων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το κάπνισμα μπορεί να αυξήσει τον πόνο σε όλη μας τη ζωή, προσθέτοντας έναν ακόμα σημαντικό λόγο για να μην το ξεκινήσουμε».