Ο καρκίνος του προστάτη είναι η πιο συνηθισμένη μορφή καρκίνου σε άνδρες. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον καρκίνο του μαστού και του τραχήλου της μήτρας, δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στον τομέα της πρόγνωσης.
Προς το παρόν, η εξέταση αίματος που ανιχνεύει το ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εντόπιση καρκίνου του προστάτη, χωρίς ωστόσο να αποτελεί αξιόπιστο δείκτη, αφού συχνά δεν δύναται να διαχωρίσει την καλοήθη υπερπλασία από την κακοήθεια (καρκίνος), με τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα τα οποία δείχνουν καρκίνο όταν δεν υπάρχει, να προκαλούν περιττή ανησυχία στους ασθενείς.
Κατά την πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο PLOS Medicine, εξετάστηκαν οι ζημίες και τα οφέλη από την καθιέρωση εξέτασης για την ανίχνευση PSA επί τέσσερα έτη για όλους τους άνδρες ηλικίας 55 έως 69, έναντι πιο στοχευμένων ελέγχων για όσους αποτελούσαν υψηλότερη ομάδα κινδύνου.
Στοχευμένοι έλεχγοι, λιγότεροι θάνατοι
Οι ερευνητές από το University College του Λονδίνου, συμπέραναν πως ο έλεγχος στους άνδρες που διατρέχουν υψηλότερο γενετικό κίνδυνο να νοσήσουν -οι μισοί σχεδόν από το σύνολο της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας- θα είχε το μεγαλύτερο όφελος για την υγεία, μειώνοντας τις περιττές θεραπείες, αποτρέποντας παράλληλα θανάτους οφειλόμενους σε κακοήθειες.
Η ομάδα του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου χρησιμοποίησε υπολογιστικές προσομοιώσεις που περιελάμβαναν μια υποθετική ομάδα 4,5 εκατομμυρίων ατόμων ηλικίας 55 έως 69 ετών. Συγκρίνοντας τους θανάτους από καρκίνο του προστάτη που είχαν αποφευχθεί, τις περιττές διαγνώσεις και το κόστος του προσυμπτωματικού ελέγχου για το σύνολο της ομάδας και για όσους είχαν υψηλότερο γενετικό κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη προσέγγιση θα ήταν να διαγνωσθούν οι τελευταίοι.
Το βέλτιστο σενάριο, σημείωσαν οι ερευνητές, θα ήταν ο έλεγχος στους άνδρες με πιθανότητες 4-7% να εμφανίσουν καρκίνο του προστάτη κατά τα επόμενα 10 χρόνια, λίγο παραπάνω από τους μισούς άνδρες ηλικίας 55 έως 69 ετών.
Αυτοί οι στοχευμένοι έλεγχοι θα μπορούσαν να αποτρέψουν περίπου έναν στους έξι (15%) θανάτους, εξασφαλίζοντας επιπλέον κέρδη από τον περιορισμό περιττών διαγνώσεων λόγω ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων κατά το ένα τρίτο. Οι άνδρες ηλικίας 55 έως 69 ετών, θα ελέγχονταν ετησίως επί τέσσερα χρόνια όταν θα έφταναν στην ηλικιακή ομάδα υψηλού κινδύνου (οι ηλικιωμένοι άνδρες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο της νόσου).
Ο καθηγητής Mark Emberton του τμήματος Ιατρικών Επιστημών του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου δήλωσε: «Τώρα πια έχουμε τα εργαλεία που μας βοηθούν να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για το ποιοι ασθενείς βρίσκονται σε πραγματικό κίνδυνο. Η εφαρμογή αυτών των εργαλείων στον ασθενή που πράγματι τα χρειάζεται πρέπει να είναι το μέλλον».
Σύμφωνα με τους ερευνητές οι επιλεκτικοί έλεγχοι που βασίζονται στον γενετικό κίνδυνο απαιτούν αναβάθμιση των δοκιμών διαλογής ενώ κρίνεται αναγκαία η περαιτέρω έρευνα για τον ευρύτερο αντίκτυπο της ανίχνευσης γενετικών παραγόντων κινδύνου.