Η μείωση της διατροφικής χοληστερόλης επικεντρώνοντας την προσοχή μας σε συνολικά επωφελή για την υγεία της καρδιάς διατροφικά μοτίβα που αντικαθιστούν τα κορεσμένα λιπαρά με πολυακόρεστα, παραμένει καλή συμβουλή για τη διατήρηση της LDL χοληστερόλης σε υγιή επίπεδα, σύμφωνα με την Επιστημονική Συμβουλευτική της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης που δημοσιεύθηκε στο Circulation.
Πολλή από τη χοληστερόλη του αίματος παράγεται στο ήπαρ και χρησιμοποιείται για τη δημιουργία των κυττάρων. Ωστόσο, τρόφιμα όπως τα πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα και το λιπαρό κόκκινο και επεξεργασμένο κρέας περιέχουν σχετικά υψηλές ποσότητες χοληστερόλης και κορεσμένων λιπαρών, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει συσσώρευση της χοληστερόλης στο αίμα. Η υπερβολική χοληστερόλη στο αίμα συμβάλλει στον σχηματισμό θρόμβων στο εσωτερικό των αρτηριών, διαδικασία που υποκινεί τις περισσότερες καρδιακές παθήσεις και τα εγκεφαλικά επεισόδια.
Η επιστημονική έρευνα σχετικά με το ρόλο της διατροφικής χοληστερόλης δεν έχει καταλήξει σε κάποια σύνδεση μεταξύ αυτής και υψηλότερης LDL χοληστερόλης στα επίπεδα που καταναλώνονται αυτή τη στιγμή, πράγμα που μπορεί να οφείλεται στον τρόπο που έχουν σχεδιαστεί οι μελέτες για τη διατροφή και την απόλυτη ποσότητα της χοληστερόλης που καταναλώνεται, σύμφωνα με τη Συμβουλευτική. Για παράδειγμα, στοιχεία από παρατηρητικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες χώρες υποδεικνύουν έναν σημαντικό συσχετισμό ανάμεσα στη διατροφική χοληστερόλη και τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, πρόκειται όμως για ευρήματα που θα μπορούσαν να οφείλονται σε παράγοντες όπως η δυσκολία στην αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης επίδρασης της διατροφικής χοληστερόλης ενάντια στα κορεσμένα λιπαρά, καθώς τα περισσότερα τρόφιμα που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά έχουν επίσης και υψηλή διατροφική χοληστερόλη.
Στη μετα-ανάλυση που συμπεριλήφθηκε στη Συμβουλευτική βρέθηκε ότι υπήρχε μια ανεξάρτητη από τη δοσολογία σχέση ανάμεσα στη διατροφική χοληστερόλη και τα υψηλότερα επίπεδα LDL χοληστερόλης, όταν το ποσοστό της διατροφικής χοληστερόλης που ελέγχθηκε ήταν μεγαλύτερο από αυτό που καταναλώνεται φυσιολογικά, με τη σχέση αυτή να παραμένει και μετά την προσαρμογή στους τύπους διατροφικού λίπους. Οι διατροφικές μελέτες που περιλαμβάνονταν στη μετα-ανάλυση παρείχαν φαγητό στους συμμετέχοντες, έτσι ώστε οι ερευνητές να μπορέσουν να κατανοήσουν με ακρίβεια τι τρώνε οι άνθρωποι.
Επειδή, όμως, αυτές οι επιστημονικές απόπειρες έχουν μεγάλο οικονομικό κόστος, η μετα-ανάλυση ήταν περιορισμένη σε ένα μικρό αριθμό συμμετεχόντων σε κάθε τυχαιοποιημένη δοκιμή. Επίσης, οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να συγκρίνουν με επάρκεια το ρόλο της LDL χοληστερόλης, της «καλής» HDL χοληστερόλης και της συνολικής χοληστερόλης στο αίμα των συμμετεχόντων λόγω του μικρού τους αριθμού, καθώς η HDL και η συνολική χοληστερόλη θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα.
«Η θεώρηση της σχέσης ανάμεσα στη διατροφική χοληστερόλη και τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων δεν μπορεί να παραγνωρίσει δύο σημαντικές πτυχές της διατροφής. Αρχικά, τα περισσότερα τρόφιμα που συμβάλλουν στη αύξηση της χοληστερόλης είναι συνήθως υψηλά σε κορεσμένα λιπαρά, τα οποία συνδέονται στενά με αυξημένο κίνδυνο από τα πολύ υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης. Δεύτερον, γνωρίζουμε από πολλές επιστημονικές μελέτες ότι τα διατροφικά μοτίβα καρδιακής υγείας, όπως η μεσογειακή και η διατροφή DASH είναι δεδομένα χαμηλά σε χοληστερόλη», αναφέρει η Jo Ann S. Carson, μέλος της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης και καθηγήτρια Διατροφής στο Ιατρικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου Southwestern.