Σύμφωνα με τις μελέτες, 30% των ενηλίκων υποφέρουν από αϋπνία. Τώρα, μια νέα έρευνα από το Κολέγιο Ιατρικής και Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Columbia, αναδεικνύει ως πιθανούς υπαίτιους τις διατροφικές συνήθειες.
Κατά τα ευρήματα, οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που ακολουθούσαν μια δίαιτα υψηλή σε επεξεργασμένους υδατάνθρακες -ιδιαίτερα προστιθέμενα σάκχαρα- είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αϋπνία, σε αντίθεση με γυναίκες των οποίων η διατροφή ήταν πλούσια σε λαχανικά, φυτικές ίνες και ολόκληρα φρούτα (όχι χυμούς).
«Η αϋπνία συχνά αντιμετωπίζεται με γνωστική συμπεριφορική θεραπεία ή φάρμακα, μεθόδους συχνά ακριβές ή με παρενέργειες», αναφέρει ο συγγραφέας της μελέτης James Gangwisch, διδάκτωρ και επίκουρος καθηγητής στο Κολέγιο Ιατρικής και Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Columbia. «Εντοπίζοντας κι άλλους παράγοντες που προκαλούν την αϋπνία, ίσως ανακαλύψουμε απλές και φθηνές παρεμβάσεις για το πρόβλημα με λιγότερες παρενέργειες».
Η σχέση διατροφής – ύπνου ως επιτακτική ανάγκη για μελέτη
Προηγούμενες μελέτες είχαν εξετάσει την πιθανή σχέση μεταξύ ραφιναρισμένων υδατανθράκων και αϋπνίας, αλλά τα αποτελέσματα ήταν ασυνεπή. Καθώς η μελέτη της διατροφικής συμπεριφοράς των ατόμων δεν έγινε σε βάθος χρόνου, δεν είναι σαφές εάν μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες προκάλεσε την εμφάνιση αϋπνίας ή εάν η αϋπνία οδήγησε τα άτομα στην κατανάλωση περισσότερων γλυκών.
Ένας τρόπος για να διαπιστωθεί εάν η κατανάλωση υδατανθράκων προκαλεί διαταραχές ύπνου είναι να εξεταστεί το φαινόμενο σε άτομα με διαφορετικές διατροφικές συνήθειες.
Στην παρούσα μελέτη, ο Δρ. Gangwisch και η ομάδα του συγκέντρωσαν στοιχεία από περισσότερους από 50.000 συμμετέχουσες στην Πρωτοβουλία για την Υγεία των Γυναικών που είχαν καταγράψει το πρόγραμμα διατροφής τους. Οι ερευνητές εξέτασαν κατά πόσο οι γυναίκες με υψηλότερο γλυκαιμικό δείκτη είχαν περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν αϋπνία.
Δεν είναι όλοι οι υδατάνθρακες το ίδιο
Διαφορετικά είδη και ποσότητες υδατανθράκων επηρεάζουν διαφορετικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Οι εξαιρετικά επεξεργασμένοι υδατάνθρακες, όπως τα προστιθέμενα σάκχαρα, το λευκό ψωμί και το λευκό ρύζι έχουν υψηλότερο γλυκαιμικό δείκτη και προκαλούν ταχύτερη αύξηση του σακχάρου στο αίμα. Σύμφωνα με τον Δρ. Gangwisch, η ταχεία αύξηση του σακχάρου στο αίμα συνεπάγεται μεγαλύτερη απελευθέρωση ορμονών όπως η αδρεναλίνη και η κορτιζόλη, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν τον ύπνο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ερευνητές συνέδεσαν την αύξηση του σακχάρου ύστερα από κατανάλωση ραφιναρισμένων υδατανθράκων με πιθανή εμφάνιση αϋπνίας.
Η αϋπνία ως αποτέλεσμα της κατανάλωσης επεξεργασμένων υδατανθράκων
Οι ερευνητές συνέδεσαν τον υψηλότερο γλυκαιμικό δείκτη με μεγαλύτερες πιθανότητες αϋπνίας. Διαπίστωσαν ότι όσο υψηλότερος είναι ο διαιτητικός γλυκαιμικός δείκτης -ιδίως όταν προκύπτει από την κατανάλωση πρόσθετων σακχάρων-, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος εμφάνισης αϋπνίας.
Επιπλέον, διαπίστωσαν πως οι γυναίκες που κατανάλωναν περισσότερα λαχανικά και φρούτα ήταν λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν αϋπνία. Συγκεκριμένα, τα φρούτα, παρά τα σάκχαρα που περιέχουν, είναι πλούσια σε φυτικές ίνες που επιβραδύνουν το ρυθμό απορρόφησης αποτρέποντας την αύξηση του σακχάρου στο αίμα.
Εφόσον οι περισσότεροι άνθρωποι -όχι μόνο οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση- παρουσιάζουν μεταγευματική αύξηση του σακχάρου μετά την κατανάλωση ραφιναρισμένων υδατανθράκων, τα ευρήματα της μελέτης αφορούν τον ευρύτερο πληθυσμό.
Ο Δρ. Gangwisch σχολίασε ότι «είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθούν κλινικές δοκιμές για να διαπιστωθεί εάν μια παρέμβαση στις διατροφικές συνήθειες, επικεντρωμένη στην αυξημένη κατανάλωση ολόκληρων τροφών και σύνθετων υδατανθράκων, θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση της αϋπνίας».