Ερευνητές από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Vanderbilt έκαναν ένα τεράστιο βήμα προς την ανάπτυξη μιας νέας κατηγορίας αντικαταθλιπτικών τα οποία ίσως να μπορούν να ανακουφίσουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης πιο γρήγορα και αποτελεσματικά και με λιγότερες παρενέργειες σε σχέση με τις υπάρχουσες διαθέσιμες φαρμακευτικές αγωγές.

Η προσέγγιση των επιστημόνων περιλαμβάνει την αύξηση των αποθεμάτων του γλουταμινικού οξέος, ενός διεγερτικού νευροδιαβιβαστή που τροποποιεί τη διάθεση, απενεργοποιώντας τη δραστηριότητα των υποδοχέων που αναστέλλουν την απελευθέρωση γλουταμινικού. Το γλουταμινικό οξύ αποτελεί τον κύριο διεγερτικό νευροδιαβιβαστή στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα των θηλαστικών, παίζοντας σημαντικό ρόλο σε
διαδικασίες μάθησης και μνήμης, αλλά και σε διεργασίες διεγερσιμοτοξικότητας. Το γλουταμινικό οξύ ασκεί τις δράσεις του μέσω δύο ομάδων υποδοχέων, των ιοντοτρόπων και των μεταβοτροπικών υποδοχέων.

Σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευση στο Neuron, οι Max Joffe, P. Jeffrey Conn και οι συνεργάτες τους μπλόκαραν τις μακροπρόθεσμες αλλαγές στην απελευθέρωση γλουταμινικού οξέος σε ζωικά μοντέλα τα οποία έφεραν μόρια που ανέστειλαν επιλεκτικά είτε το mGlu2 είτε το mGlu3, υποδοχείς γλουταμινικού οξέος σε αντίθετες πλευρές της σύναψης μεταξύ των νευρικών κυττάρων.

Οι ενώσεις επηρέασαν τα νευρικά κυκλώματα που συνδέουν τον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου με τον θάλαμο, τα οποία εμπλέκονται στην προσοχή και τη γνωστική λειτουργία, γι’αυτό και «είναι πολύ σημαντικά για αυτές τις ταχείες αντικαταθλιπτικές δράσεις», σχολίασε ο Δρ. Joffe, πρώτος συγγραφέας της μελέτης.

Ο Δρ. Conn θεωρείται ηγέτης στον τομέα των μεταβοτροπικών υποδοχέων γλουταμινικού οξέος, οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο στη γνωστική λειτουργία, τη μνήμη και την κίνηση και σε διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια και οι νόσοι Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον. Οι μεταβοτροπικοί υποδοχείς είναι μεμβρανικοί υποδοχείς που δρουν μέσω δευτερευόντων αγγελιοφόρων.

Μέσα στα χρόνια, ο Δρ. Conn και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν μια σειρά ενώσεων που λέγονται αλλοστερικοί ρυθμιστές και δρουν όπως ένας διακόπτης για τα ηλεκτρικά κυκλώματα, υπονομεύοντας ή ενισχύοντας τη μεταβίβαση γλουταμινικού οξέος σε συγκεκριμένα εγκεφαλικά κυκλώματα χωρίς να προκαλεί παρενέργειες οπουδήποτε αλλού.

Επίσης, ενίσχυσαν την ανάπτυξη εργαλείων που έχουν καταστήσει δυνατή τη χαρτογράφηση συγκεκριμένων κυτταρικών πληθυσμών που εμπλέκονται σε διάφορες πτυχές της συμπεριφοράς και της πάθησης.

Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, αυτά και άλλα εργαλεία, οι ερευνητές του Vanderbilt έδειξαν ότι οι ενώσεις που υπονομεύουν τη δραστηριότητα του mGlu2 ή του mGlu3 «ενισχύουν τη μεταβίβαση μεταξύ προμετωπιαίου φλοιού και θαλάμου και αναστέλλουν τη μακροπρόθεσμη κατάθλιψη, με μηχανιστικά διακριτές προσυναπτικές και μετασυναπτικές ενέργειες».

«Μόλις τώρα αρχίζουμε να κατανοούμε πραγματικά τη διαφορά του mGlu3 με το mGlu2 και πώς μπορεί να είναι μοναδικά σχετικά με συγκεκριμένους πληθυσμούς ασθενών που έχουν διαφορετικές μορφές κατάθλιψης», καταλήγει ο Δρ. Conn.