Μία θεραπεία με κύματα υπερήχων στον εγκέφαλο μπορεί να ανακουφίσει μερικούς ανθρώπους με τρόμο χεριών, αναφέρει νέα μελέτη που πραγματοποίησαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ που δημοσιεύθηκε στο Neurology.
Η μελέτη περιελάμβανε 76 ασθενείς με τρόμο χεριών, μία νευρολογική κατάσταση που προκαλεί τρέμουλο στα χέρια κατά τη διάρκεια κινήσεων ρουτίνας όπως η γραφή, το φαγητό ή η ένδυση. Ενδέχεται επίσης να επηρεάζει τα πόδια, το κεφάλι, τον κορμό, ή τη φωνή.
«Παρότι ο τρόμος χεριών επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπων, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ακούσει ποτέ για την πάθηση», δηλώνει ο επικεφαλής της μελέτης Δρ. Casey Halpern.
Η αιτία του τρόμου χεριών εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη, ενώ δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής καμία θεραπεία. Για επίτευξη ελέγχου του τρόμου αποτελεσματικές μέθοδοι θεωρούνται τα αντιϋπερτασικά φάρμακα, όπως και τα φάρμακα για την επιληψία.
Όταν τα φάρμακα αποτύχουν, μία άλλη επιλογή θεωρείται η εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση (DBS), που αποτελεί μία συνδυασμένη νευροχειρουργική και νευροφυσιολογική μέθοδο θεραπευτικής διέγερσης, των εν τω βάθει ανατομικά εντοπισμένων εγκεφαλικών πυρήνων (βασικά γάγγλια), με την στερεοτακτική χειρουργική εμφύτευση ηλεκτροδίων υπό νευροφυσιολογικό έλεγχο.
Πρόσφατα, οι επιστήμονες έχουν δοκιμάσει μία λιγότερο επεμβατική μέθοδο που ονομάζεται θαλαμοτομή με εστιασμένους υπερήχους. Η διαδικασία χρησιμοποιεί κύματα υπερήχων που καθοδηγούνται από μαγνητική τομογραφία για να θερμαίνουν και να καταστρέφουν μικροσκοπικές περιοχές του εγκεφαλικού ιστού που προκαλούν τις δονήσεις.
Η θεραπεία εγκρίθηκε από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων το 2016, οπότε δεν έχουν γίνει γνωστά τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε πως όταν οι ασθενείς επωφελούνται από τη διαδικασία, τα αποτελέσματα έχουν καλές πιθανότητες να διαρκέσουν.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μία τυποποιημένη κλίμακα για να μετρήσουν τον τρόμο των χεριών των ασθενών και τα προβλήματα που τους προκαλούν στην καθημερινότητά τους. Πριν από τη διαδικασία των υπερήχων, η ομάδα μελέτης σημείωσε κατά μέσο όρο 20 πόντους σε μία κλίμακα από το 0 έως το 32. Έξι μήνες αργότερα το σκορ είχε βελτιωθεί στο 8,6, ενώ κατά το τρίτο έτος μετά την μέθοδο είχε αυξηθεί ελαφρώς σε 9,5.
Συνολικά, το 58% των ασθενών εμφάνιζαν τουλάχιστον 50% βελτίωση στον τρόμο των χεριών κατά την εξέταση του τρίτου έτους, σύμφωνα με τα ευρήματα. «Υπάρχει ενδεχόμενο ο τρόμος να επανέλθει σε κάποιο βαθμό και οι ασθενείς θα πρέπει να το γνωρίζουν», δήλωσε ο Δρ. Halpern προσθέτοντας όμως πως τα οφέλη είχαν διάρκεια ενώ δεν παρατηρήθηκαν μακροπρόθεσμες παρενέργειες.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν προβλήματα. Η διαδικασία μπορεί να επιφέρει στους ασθενείς κάποιο τσούξιμο ή μούδιασμα, προβλήματα ισορροπίας ή μυική αδυναμία – παρενέργειες οι οποίες ενδέχεται να διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από τους συμμετέχοντες σε αυτή τη μελέτη, το 14% συνέχιζε να έχει μούδιασμα τρία χρόνια μετά τη θεραπεία, ενώ το 7% και το 3% είχαν προβλήματα ισορροπίας και μυική αδυναμία αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τον Δρ. Halpern, η προσέγγιση των υπέρηχων έχει κάποια σαφή πλεονεκτήματα έναντι της εν τω βάθει εγκεφαλικής διέγερσης.
«Δεν χρειάζεται τομή ή αναισθησία και δεν γίνεται εμφύτευση κάποιας συσκευής», δηλώνει προσθέτοντας όμως πως ένα μειονέκτημα της υπό μελέτη θεραπείας είναι ότι εκτελείται επί του παρόντος μόνο σε μία πλευρά του εγκεφάλου. «Αυτό σημαίνει πως το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο σε ένα από τα δύο χέρια».
«Αυτό εξακολουθεί να είναι μία καινούρια θεραπεία, αλλά τα πρώτα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Νομίζω πως για ασθενείς που είναι απρόθυμοι να δοκιμάσουν κάποια από τις επικρατούσες μεθόδους, θα ήταν μία καλή επιλογή για να συζητήσουν με τον νευρολόγο τους», δήλωσε ο Δρ. Sean Nagel, νευροχειρουργός στην Κλινική Κλίβελαντ του Οχάιο, στο οποίο εκτελείται το υπό μελέτη πρόγραμμα θεραπείας του τρόμου.