Οι γυναίκες στα 70 και τα 80 τους που εκτίθενται σε υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, βιώνουν μεγαλύτερη φθορά στη γνωστική τους λειτουργία και περισσότερη εγκεφαλική ατροφία συγκριτικά με τις συνομήλικές τους που ζούσαν σε περιοχές με καθαρό αέρα. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια (USC).
Τα ευρήματα της μελέτης που δημοσιεύθηκαν στο Brain βασίζονται στο ανανεωμένο ενδιαφέρον που προκύπτει για την πρόληψη της νόσου Αλτσχάιμερ μέσω της μείωσης του κινδύνου, όπως επίσης και ως στοιχείο, για ένα πιθανό μηχανισμό της νόσου.
«Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που δείχνει πραγματικά, σε ένα στατιστικό μοντέλο, ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση σχετίζεται με αλλαγές στον εγκέφαλο των ανθρώπων και ότι αυτές οι αλλαγές είχαν συσχετιστεί με φθορές στη λειτουργία της μνήμης. Ελπίζουμε πως μέσω της καλύτερης κατανόησης των υποκείμενων αλλαγών στον εγκέφαλο που προκαλούνται από την ατμοσφαιρική ρύπανση, θα είναι εφικτή η ανάπτυξη παρεμβάσεων ώστε να βοηθηθούν άνθρωποι με υψηλό κίνδυνο γνωστικής φθοράς», δήλωσε ο Δρ. Andrew Petkus, επίκουρος καθηγητής κλινικής νευρολογίας στη Σχολή Ιατρικής Keck.
Τα σωματίδια PM2.5 ισούνται περίπου με το 1/30 του πλάτους των ανθρώπινων τριχών. Προέρχονται από καυσαέρια αυτοκινήτων, καπνό και σκόνη και το μικροσκοπικό τους μέγεθος, τους επιτρέπει να συνεχίζουν να αιωρούνται για μεγάλες χρονικές περιόδους, να εισέρχονται σε κτίρια, να εισπνέονται, να φτάνουν και να συσσωρεύονται στον εγκέφαλο. Η ρύπανση από τα μικροσωματίδια σχετίζεται με άσθμα, καρδιαγγειακές παθήσεις, πνευμονικές παθήσεις και πρόωρο θάνατο.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει πως η ρύπανση από μικροσωματίδια αυξάνει τον κίνδυνο για νόσο Αλτσχάιμερ και άλλες παθήσεις που σχετίζονται με την άνοια. Αυτό που δεν γνωρίζουν οι επιστήμονες είναι κατά πόσον τα μικροσωματίδια μεταβάλλουν την εγκεφαλική δομή και επιταχύνουν τη γνωστική φθορά.
Στα πλαίσια αυτής της μελέτης, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από 998 γυναίκες ηλικίας 73-87 ετών που υποβλήθηκαν σε δύο εγκεφαλογραφήματα με απόσταση πέντε ετών μεταξύ τους. Αυτά τα εγκεφαλογραφήματα αξιολογήθηκαν με βάση της ομοιότητές τους με τα μοτίβα εγκεφαλογραφημάτων από πάσχοντες με νόσο Αλτσχάιμερ από εργαλείο μηχανικής εκμάθησης.
Οι ερευνητές συνέλεξαν πληροφορίες για το πού ζούσαν οι γυναίκες καθώς και τα περιβαλλοντικά δεδομένα για τις περιοχές αυτές για να υπολογίσουν τα επίπεδα ρύπανσης από μικροσωματίδια.
Όταν συνδυάστηκαν όλες οι πληροφορίες, οι ερευνητές κατάφεραν να δουν τις σχέσεις μεταξύ της υψηλότερης έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση, τις αλλαγές στον εγκέφαλο και τα προβλήματα μνήμης – ακόμα και μετά την προσαρμογή άλλων κριτηρίων όπως οι διαφορές στο εισόδημα, το μορφωτικό επίπεδο και το κάπνισμα.
«Η μελέτη προσθέτει ακόμα ένα κομμάτι στο παζλ της νόσου Αλτσχάιμερ εντοπίζοντας ορισμένες από τις αλλαγές στον εγκέφαλο συσχετίζοντας την ατμοσφαιρική ρύπανση και τη φθορά στη μνήμη. Κάθε ερευνητική μελέτη μας φέρνει πιο κοντά στην επίλυση του προβλήματος από την επιδημία της νόσου Αλτσχάιμερ», δηλώνει καταλήγοντας ο Δρ. Petkus.