Ερευνητές από το Νοσοκομείο Brigham and Women’s βρήκαν ότι η υγιεινή διατροφή μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο απώλειας ακοής, όπως υποστηρίζει η σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Epidemiology.
Χρησιμοποιώντας μακροχρόνια δεδομένα από τη Μελέτη Υγείας των Νοσοκόμων (CHEARS), οι ερευνητές εξέτασαν τις αλλαγές στην ευαισθησία της ακοής μέσα σε τρία χρόνια και βρήκαν ότι οι γυναίκες που ακολουθούσαν με συνέπεια διατροφικά μοτίβα που συνιστώνται συχνά στα πλαίσια προγραμμάτων υγιεινής διατροφής, όπως η διατροφή DASH, η Μεσογειακή διατροφή, κ.α., είχαν σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο εξασθένισης της ευαισθησίας της ακοής.
«Είναι κοινή αντίληψη ότι η απώλεια ακοής είναι ένα αναπόφευκτο κομμάτι της διαδικασίας της γήρανσης. Η έρευνά μας, ωστόσο, επικεντρώνεται στον εντοπισμό πιθανώς τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου, όπως οι αλλαγές στη διατροφή και τον τρόπο ζωής, με στόχο την πρόληψη της απώλειας ακοής ή την καθυστέρηση της εξέλιξής της. Τα οφέλη της προσκόλλησης σε υγιεινά διατροφικά μοτίβα έχουν συσχετιστεί με αναρίθμητα θετικά αποτελέσματα για την υγεία, ενώ η υγιεινή διατροφή μπορεί επίσης να βοηθήσει στη μείωση του κινδύνου για απώλεια της ακοής», αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Sharon Curhan.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η υψηλότερη πρόσληψη συγκεκριμένων τροφίμων και θρεπτικών συστατικών, όπως τα καροτενοειδή β-καροτίνη και β-κρυπτοξανθίνη (σε κολοκύθια, καρότα, πορτοκάλια και άλλα φρούτα και λαχανικά), το φυλλικό οξύ (σε όσπρια, φυλλώδη λαχανικά κ.α. και τα ω-3 λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου (σε ψάρια και θαλασσινά), σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο απώλειας ακοής. Τα ευρήματα αυτά αποκάλυψαν ότι η διατροφική πρόσληψη θα μπορούσε πράγματι να επηρεάσει τον κίνδυνο ανάπτυξης απώλειας ακοής, όμως οι ερευνητές θέλησαν να κατανοήσουν καλύτερα τη σύνδεση μεταξύ διατροφής και απώλειας ακοής, συγκεντρώνοντας τα γενικά διατροφικά μοτίβα και μετρώντας αντικειμενικά τις μακροπρόθεσμες αλλαγές στην ευαισθησία της ακοής.
Για να πετύχουν, συνεργάστηκαν με ακουολόγους οι οποίοι μέτρησαν τις αλλαγές στα όρια ακοής των χαμηλών τόνων, τον χαμηλότερο ήχο που μπορεί να ανιχνευθεί από έναν άνθρωπο, για διάστημα τριών ετών. Παρουσίασαν, λοιπόν, τόνους διαφορετικούς συχνοτήτων σε διάφορα επίπεδα έντασης και κάλεσαν τους συμμετέχοντες να δηλώσουν αν μπορούσαν να ακούσουν ένα τόνο έστω και ελάχιστα.
Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν πληροφορίες διατροφικής πρόσληψης που λαμβάνονταν για περισσότερα από 20 χρόνια και διερεύνησαν πόσο έμοιαζε η μακροχρόνια διατροφή των συμμετεχόντων με τα τρέχοντα συνιστώμενα διατροφικά προγράμματα, η προσκόλληση στα οποία έχει συνδεθεί με οφέλη και για τη γενικότερη υγεία, όπως ο χαμηλότερος κίνδυνος καρδιακών παθήσεων, υπέρτασης, διαβήτη, εγκεφαλικού επεισοδίου, θανάτου, όπως και με την υγιή γήρανση.
Η ομάδα, λοιπόν, βρήκε ότι οι πιθανότητες εξασθένισης της ευαισθησίας της ακοής στις μέτριες συχνότητες ήταν σχεδόν 30% λιγότερες στους ανθρώπους που ακολουθούσαν διατροφή κοντά στα υγιή διατροφικά πλάνα. Στις υψηλότερες συχνότητες, οι αντίστοιχες πιθανότητες ήταν στο 25%.
«Ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι τόσες πολλές γυναίκες παρουσίασαν ακουστική εξασθένιση μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς μόλις μέσα σε τρία χρόνια το 19% παρουσίασε απώλεια ακοής στις χαμηλές συχνότητες, το 38% στις μέτριες συχνότητες και σχεδόν οι μισές γυναίκες παρουσίασαν απώλεια ακοής στις υψηλές συχνότητες», σημειώνει η Δρ. Curhan, η οποία καταλήγει λέγοντας ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες σε επιπρόσθετες πληθυσμιακές ομάδες για την περαιτέρω εξέταση του φαινομένου.