Βραχυπρόθεσμη αύξηση στην κατανάλωση ζάχαρης θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο για φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου και να προκαλέσει σημαντικές συνέπειες στη γενικότερη υγεία, υποδεικνύει νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Scientific Reports.
Συγκεκριμένα, στη μελέτη των ερευνητών του Πανεπιστημίου της Alberta βρέθηκε ότι τα ποντίκια που χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα παρουσίαζαν αυξημένη ευαλωτότητα στην κολίτιδα που τους προκάλεσαν χημικά οι επιστήμονες μετά από μόλις δύο ημέρες διατροφής υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη σε σύγκριση με εκείνα που ακολουθούσαν μια ισορροπημένη διατροφή.
Η Karen Madsen, που ειδικεύεται στη διατροφή και τις επιπτώσεις της στις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, αναφέρει πως τα αποτελέσματα αντηχούν αυτό που οι ασθενείς με κολίτιδα υποστηρίζουν εδώ και καιρό: μικρές αλλαγές στη διατροφή μπορούν να επιδεινώσουν τα συμπτώματα.
«Έχει ήδη αποδειχθεί ότι το είδος της διατροφής που ακολουθεί κάποιος μπορεί να τροποποιήσει την ευαλωτότητά του στην ασθένεια. Αυτό που θέλαμε εμείς να εντοπίσουμε είναι πόσος χρόνος χρειάζεται έτσι ώστε μια αλλαγή στη διατροφή να μεταφραστεί σε κάποια επίπτωση στην υγεία. Στην περίπτωση της ζάχαρης και της κολίτιδας συγκεκριμένα, αρκούσαν μόνο δύο ημέρες», επισημαίνει η ειδικός που ηγήθηκε και της μελέτης.
Η ζάχαρη τροφοδοτεί τα επιβλαβή βακτήρια
Τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια τόσο σημαντική αλλαγή μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Φαίνεται πως η απάντηση βρίσκεται στο εντερικό μικροβίωμα και τις επιπτώσεις του φαγητού σε αυτό.
Τρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες λειτουργούν θετικά για τα επωφελή βακτήρια του εντέρου και παράγουν λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική ανοσολογική απόκριση. Αντίθετα, η διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη και η μειωμένη πρόσληψη φυτικών ινών θρέφει τα επιβλαβή μικρόβια του εντέρου, όπως το E. coli, τα οποία συνδέονται με τη φλεγμονή και την ελαττωματική ανοσοαπόκριση.
Πιο αναλυτικά, η μελέτη της Δρ. Madsen έδειξε ότι τα ποντίκια που τρέφονταν με πολλή ζάχαρη είχαν μεγαλύτερη βλάβη στον εντερικό ιστό και ελαττωματική ανοσοαπόκριση, προβλήματα που περιορίστηκαν όταν στη διατροφή τους προστέθηκαν λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου που φυσιολογικά παράγονται από τα καλά βακτήρια. «Οι επόμενες μελέτες μπορεί να ανοίξουν το δρόμο για την πιθανή χρήση των λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου ως συμπληρώματα διατροφής», τονίζει η Δρ. Madsen.
Πιθανή σύνδεση με νευροεκφυλιστικές ασθένειες
Η επιστήμονας και οι συνεργάτες της έδειξαν, επίσης, ότι μόλις δύο ημέρες με διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη και απουσία λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου προκάλεσε αύξηση στη διαπερατότητα του εντέρου. Με τη διαπίστωση αυτή, μάλιστα, ανοίγουν ενδιαφέροντες δρόμοι έρευνας σχετικά με το πώς η διατροφή μπορεί να επηρεάζει τα βακτήρια της γαστρεντερικής οδού και την εγκεφαλική υγεία.
«Αυξάνονται συνεχώς τα στοιχεία που δείχνουν ότι υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στα βακτήρια που βρίσκονται στο έντερο και τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις, όπως οι νόσοι Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον. Σίγουρα, όμως, το ζήτημα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης», καταλήγει η ειδικός.