Η εξέταση των επιπέδων CA125 στο αίμα αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για τον υπολογισμό της πιθανότητας εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών και θα μπορούσε να βοηθήσει στον εντοπισμό και άλλων τύπων καρκίνου σε ασθενείς της πρωτοβάθμιας φροντίδας, υποστηρίζει έρευνα που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο NCRI 2019.
Αν και το τεστ CA125 χρησιμοποιείται ήδη σε διάφορες χώρες του κόσμου, αυτή είναι η πρώτη εκτενής μελέτη που εξετάζει την αποτελεσματικότητά του στις γενικές εξετάσεις γυναικών με πιθανά συμπτώματα καρκίνου των ωοθηκών.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα αποτελέσματά του θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τις γυναίκες και τους γενικούς ιατρούς για τον περαιτέρω έλεγχο της πιθανότητας ύπαρξης καρκίνου των ωοθηκών ή άλλου τύπου. Αναφέρουν, επίσης, ότι πλέον μπορούν να βελτιωθούν οι κλινικές οδηγίες για να διασφαλιστεί ότι οι επείγουσες αναφορές γίνονται πλέον μόνο σε γυναίκες που διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση του Δρ. Garth Funston, Κλινικό Ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, ο οποίος επεσήμανε ότι «λιγότερες από τις μισές γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών επιβιώνουν για πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση. Όμως, η πλειοψηφία των γυναικών δεν διαγιγνώσκεται μέχρι η ασθένεια να βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, όταν και είναι δύσκολο να θεραπευτεί. Είναι σημαντικό, λοιπόν, οι γενικοί ιατροί να έχουν αποτελεσματικά εργαλεία για τον έγκαιρο εντοπισμό του καρκίνου των ωοθηκών».
Η έρευνα περιελάμβανε δεδομένα 50.780 γυναικών με πιθανά συμπτώματα καρκίνου των ωοθηκών, όπως το επίμονο φούσκωμα ή το κοιλιακό άλγος, οι οποίες εξετάστηκαν για τα επίπεδα CA125 στο αίμα τους. Οι ερευνητές συνέκριναν τα αποτελέσματα αυτά με δεδομένα γυναικών που είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο των ωοθηκών ή κάποιο άλλο τύπου καρκίνου στους 12 μήνες μετά την εξέταση αίματος και ανακάλυψαν ότι το 10% των γυναικών που είχαν μη φυσιολογικά επίπεδα CA125 στο αίμα τους έπασχε από καρκίνο των ωοθηκών.
Επιπλέον, αποδείχθηκε πως το 15% των γυναικών άνω των 50 ετών με μη φυσιολογικά αποτελέσματα έπασχε από καρκίνο των ωοθηκών, ενώ μόνο το 3% κάτω των 50 ετών με υψηλά επίπεδα CA125 διαγνώσθηκε με τη νόσο. Τα αποτελέσματα έδειξαν, επίσης, ότι περίπου το 17% των γυναικών 50 ετών και άνω με μη φυσιολογικά αποτελέσματα διαγνώσθηκαν με κάποιο άλλο τύπο καρκίνου, όπως του παγκρέατος, των πνευμόνων ή της μήτρας.
«Οι γιατροί μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν τα αποτελέσματά μας για να προσδιορίζουν την πιθανότητα μιας γυναίκας να εκδηλώσει καρκίνο των ωοθηκών βάσει των επιπέδων CA125. Επιπλέον, τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι γυναίκες άνω των 50 ετών με συμπτώματα ή με μη φυσιολογικά επίπεδα CA1265 συχνά πάσχουν από άλλους τύπους καρκίνου. Σε κάθε περίπτωση, οι γενικοί ιατροί θα πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση και να ελέγχουν τις ασθενείς για κάθε ενδεχόμενο», καταλήγει ο Δρ. Funston.