Οι άνδρες που έχουν στο αίμα τους αυξημένα επίπεδα δύο ορμονών, της ελεύθερης τεστοστερόνης και του ινσουλινομιμητικού αυξητικού παράγοντα Ι (IGF-I), είναι πιθανότερο να διαγνωσθούν με καρκίνο του προστάτη, σύμφωνα με μία νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη ανοίγει τον δρόμο για την έγκαιρη τροποποίηση του επιπέδου των εν λόγω ορμονών, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος για τη νόσο, η οποία είναι ο δεύτερος συχνότερος καρκίνος μεταξύ των ανδρών παγκοσμίως μετά τον καρκίνο των πνευμόνων (κυρίως λόγω τσιγάρου).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Ρουθ Τρέιβις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε συνέδριο του βρετανικού Εθνικού Ινστιτούτου Ερευνών για τον Καρκίνο στη Γλασκώβη, μελέτησαν 200.452 άνδρες, οι οποίοι είχαν δώσει δείγμα αίματος για ανάλυση και παρακολουθήθηκαν για έξι έως επτά χρόνια.
Όπως διαπιστώθηκε, σε αυτό το διάστημα οι άνδρες με τα υψηλότερα επίπεδα των δύο συγκεκριμένων ορμονών είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο του προστάτη. Για κάθε αύξηση κατά 5nmol/L της συγκέντρωσης της ορμόνης IGF-I αυξανόταν κατά 9% ο κίνδυνος διάγνωσης καρκίνου του προστάτη, ενώ για κάθε αύξηση κατά 50 pmol/L της «ελεύθερης» τεστοστερόνης στο αίμα ο κίνδυνος αυξανόταν κατά 10%.
Σε επίπεδο πληθυσμού, σύμφωνα με τους ερευνητές, ο κίνδυνος καρκίνου του προστάτη για όσους έχουν τα υψηλότερα επίπεδα IGF-I είναι αυξημένος κατά 25% σε σχέση με όσους έχουν τα χαμηλότερα επίπεδα, ενώ αντίστοιχα για όσους έχουν το υψηλότερο επίπεδο «ελεύθερης» τεστοστερόνης, ο κίνδυνος είναι αυξημένος κατά 18%.
Οι επιστήμονες θεωρούν πιθανότερο ότι τα υψηλότερα επίπεδα των εν λόγω ορμονών οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο καρκίνο του προστάτη, παρά το αντίστροφο, δηλαδή ότι ο καρκίνος αυξάνει τα επίπεδα αυτών των ορμονών.
«Η νέα μελέτη δεν μπορεί να μας πει γιατί αυτοί οι παράγοντες συνδέονται με τον καρκίνο, αλλά γνωρίζουμε ότι η τεστοστερόνη παίζει ρόλο στη φυσιολογική ανάπτυξη και λειτουργία του προστάτη και επίσης ότι η IGF-I έχει ρόλο στην ενεργοποίηση της ανάπτυξης των κυττάρων του σώματος μας», ανέφερε η Δρ Τρέιβις. «Αυτό που μας λέει η έρευνα μας είναι ότι αυτές οι δύο ορμόνες μπορεί να αποτελούν έναν μηχανισμό που συνδέει πράγματα όπως η διατροφή, ο τρόπος ζωής και το μέγεθος του σώματος με τον καρκίνο του προστάτη, πράγμα που μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά σε νέες στρατηγικές για την πρόληψη της ασθένειας», πρόσθεσε.