Νέα επιστημονική μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Στάνφορντ συνδέει την εγκεφαλική λειτουργία που ευθύνεται για την κοινωνική μας συμπεριφορά με αυτή που διαχειρίζεται την όρεξη για φαγητό.
Πιο αναλυτικά, η μελέτη υποδεικνύει ότι η παρουσία άλλων ανθρώπων γύρω μας κατά τη διάρκεια του φαγητού μπορεί να μας βοηθήσει να τρώμε λιγότερο κι αυτό γιατί η κοινωνική επαφή ελέγχεται από το ίδιο τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει την επιθυμία για φαγητό.
Οι ερευνητές εξέτασαν τη θεωρία αυτή χρησιμοποιώντας ως πειραματόζωα τα ποντίκια, τα οποία θεωρείται ότι διαθέτουν εγκεφαλική λειτουργία παρόμοια με εκείνη των ανθρώπων.
Όταν, λοιπόν, διήγειραν τα εγκεφαλικά κύτταρα που ελέγχουν την κοινωνική συναναστροφή, τα ποντίκια έδειχναν λιγότερο ενδιαφέρον για το φαγητό που είχαν δίπλα τους. Το ίδιο συνέβη και όταν οι ερευνητές τοποθέτησαν κι άλλα πειραματόζωα στον ίδιο χώρο, με στόχο την… κοινωνικοποίηση των ποντικιών.
Μετά από αυτό το πείραμα, οι ειδικοί κατέληξαν ότι τα δύο κυκλώματα του εγκεφάλου (της «κοινωνικότητας» και της «τροφής») συνδέονται άμεσα μεταξύ τους και άρα η ενεργοποίηση του ενός μπορεί να σημαίνει τον περιορισμό του άλλου.
Κατ’ αναλογία, ο Δρ. Karl Deisseroth, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, τονίζει: «Μια κοινωνική κατάσταση, όπως η παρουσία ανώτερων στην ιεραρχία ατόμων, μπορεί πράγματι να εμποδίσει την επιθυμία για φαγητό».
Παρόλα αυτά, η διαπίστωση αυτή δεν έχει μόνο θετική ερμηνεία, με τους συντάκτες της μελέτης να προειδοποιούν ότι αυτή η νευρική σύνδεση μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις.
Το να είναι κανείς μόνος μπορεί να οδηγήσει σε υπερκατανάλωση φαγητού, καθώς εκλείπει η κοινωνική δραστηριότητα στην οποία μπορεί να επικεντρωθεί. Επιπλέον, το αίσθημα της κοινωνικής πίεσης μπορεί να οδηγήσει σε χρόνιο υποσιτισμό, ή ακόμα και σε νευρική ανορεξία.
Ο Δρ Deisseroth δηλώνει: «Τα άτομα με νευρική ανορεξία συχνά αναφέρουν ότι ένα σημαντικό στοιχείο κατά την έναρξη της διαταραχής, ήταν οι υπόνοιες από τον περίγυρό τους ότι με κάποιο τρόπο θα ανταμειφθούν, αν περιορίσουν την κατανάλωση φαγητού».
Πάντως, τα δεδομένα που εξήχθησαν από τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός φαρμάκου που να στοχεύει στο τμήμα του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για την κοινωνική συμπεριφορά και να βοηθά τα άτομα με διατροφικές διαταραχές να νιώσουν την επιθυμία να φάνε.