Οι κακές διατροφικές συνήθειες, το άγχος και ο επιθετικός καθαρισμός του δέρματος αποτελούν μερικούς από τους σημαντικότερους παράγοντες εμφάνισης ακμής, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο British Journal of Dermatology και παρουσιάστηκε στο 28ο ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Δερματολογίας και Αφροδισιολογίας στη Μαδρίτη.
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που ανέλυσε τόσο εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ακμή.
Η ακμή προσβάλλει έναν στους δέκα ανθρώπους παγκοσμίως, καθιστώντας την, την όγδοη πιο συχνή πάθηση σε όλο τον κόσμο. Πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι η ακμή πλήττει το 40% των ενήλικων γυναικών.
Δεδομένου ότι η ακμή είναι ένα εμφανές δερματολογικό πρόβλημα, συχνά έχει σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις στους πάσχοντες επηρεάζοντας παράλληλα και την αυτοεκτίμησή τους. Τα άτομα με ακμή παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα άγχους συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό, αισθάνονται κοινωνικά απομονωμένοι και είναι λιγότερο πιθανό να προσληφθούν σε μια θέση εργασίας.
Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές, με επικεφαλής την Δρ. Brigitte Dreno, εστίασαν σε δείγμα 6.700 ατόμων από έξι χώρες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής και της Ευρώπης. Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι οι συμμετέχοντες με ακμή κατανάλωναν σε καθημερινή βάση γαλακτοκομικά προϊόντα(48,2%) σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν ακμή (38,8%). Επίσης οι περισσότεροι κατανάλωναν ανθρακούχα αναψυκτικά ή σιρόπι (35,6%), αρτοσκευάσματα ή σοκολάτα (37%) και γλυκά (29,7%) έναντι εκείνων που δεν κατανάλωναν τίποτα από αυτά (με αντίστοιχα ποσοστά 31%, 27,8%, 19,1%).
Επιπλέον το 11% των ατόμων με ακμή κατανάλωναν πρωτεΐνη ορού γάλακτος, ενώ μόνο το 7% εκείνων που δεν έπασχαν από ακμή λάμβαναν τέτοιου τύπου πρωτεΐνες. Το 11,9% των ατόμων με ακμή κατανάλωναν αναβολικά στεροειδή ενώ το ποσοστό ήταν 3,2% στα άτομα χωρίς ακμή.
Τέλος, η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση, τα υψηλά επίπεδα άγχους και οι ακατάλληλες πρακτικές καθαρισμού του δέρματος που το ταλαιπωρούσαν αντί να το φροντίζουν παρατηρήθηκαν με μεγαλύτερη συχνότητα σε αυτούς που είχαν ακμή απ’ ότι σε αυτούς που δεν είχαν. Το κάπνισμα δε φάνηκε να έχει καμία επίδραση στην ακμή.
Η Δρ. Dreno φιλοδοξεί ότι μελλοντικές έρευνες θα συμβάλουν στην κατανόηση, τον εντοπισμό και τη μείωση της επίδρασης των μέχρι σήμερα γνωστών εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που συνδέονται με την ακμή, καθώς αυτοί επηρεάζουν την πορεία και τη σοβαρότητα της νόσου, αλλά και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Με αυτό τον τρόπο θα καταστεί δυνατή η αποτελεσματικότερη διαχείριση της δερματικής πάθησης.