Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο eLife υποστηρίζει πως βρήκε την απάντηση στο γιατί οι άνθρωποι τείνουν να αναζητούν φαγητά με πολλές θερμίδες και υψηλά λιπαρά μετά από μια νύχτα χωρίς επαρκή ύπνο, αλλά και στο πώς μπορούν να αποφευχθούν τέτοιες ανθυγιεινές επιλογές.
Η έλλειψη ύπνου επηρεάζει το σύστημα όσφρησης με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ότι το καθιστά υπερδραστήριο, οξύνοντας τις μυρωδιές που φτάνουν στον εγκέφαλο ώστε να μπορεί να διαφοροποιήσει καλύτερα τις άλλες μυρωδιές από αυτές των φαγητών.
Μετά, όμως, παρατηρείται μια κατάρρευση στην επικοινωνία ανάμεσα στις περιοχές του εγκεφάλου που λαμβάνουν επίσης σήματα φαγητού, πράγμα το οποίο αλλάζει τις αποφάσεις μας για το τι θέλουμε να φάμε.
«Όταν κάποιος δεν έχει κοιμηθεί, αυτές οι εγκεφαλικές περιοχές μπορεί να μη λαμβάνουν αρκετές πληροφορίες και η κατάσταση αυτή να αντισταθμίζεται με επιλογές φαγητού με ισχυρότερα θερμιδικά σήματα», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας Thorsten Kahnt, επίκουρος καθηγητής Νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Feinberge.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η έλλειψη ύπνου αυξάνει συγκεκριμένα ενδοκανναβινοειδή, τα οποία παράγονται φυσικά από το σώμα και είναι σημαντικά για τη διατροφική συμπεριφορά και τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος αντιδρά στις μυρωδιές.
Ο Δρ. Kahnt και οι συνεργάτες του διερεύνησαν το ζήτημα σε ένα διμερές πείραμα με 29 άνδρες και γυναίκες 18-40 ετών. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, με την πρώτη να κοιμάται κανονικά το βράδυ για τέσσερις εβδομάδες κι έπειτα μόνο τέσσερις ώρες και τη δεύτερη να κάνει το αντίστροφο. Τη μέρα μετά από κάθε νύχτα, τόσο του ελλιπή όσο και του επαρκούς ύπνου, οι συμμετέχοντες μπορούσαν να φάνε συγκεκριμένα γεύματα για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό και στη συνέχεια μια ποικιλία από διάφορα σνακ, με τους επιστήμονες να καταγράφουν πόσο και τι έτρωγαν.
«Παρατηρήσαμε ότι οι συμμετέχοντες άλλαξαν τις διατροφικές τους επιλογές. Μετά από μια βραδιά με στέρηση ύπνου, έτρωγαν φαγητά με περισσότερες θερμίδες», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Δρ. Kahnt.
Οι ερευνητές μέτρησαν επίσης τα επίπεδα δύο ενδοκανναβινοειδών ενώσεων, της 2AG και της 2OG, εκ των οποίων η δεύτερη βρέθηκε αυξημένη μετά τη νύχτα στέρησης ύπνου και η αύξηση αυτή συνδέθηκε με τις αλλαγές στην επιλογή φαγητού. Επιπλέον, οι επιστήμονες υπέβαλαν τους συμμετέχοντες σε εξέταση fMRI πριν τους δώσουν την ποικιλία με τα σνακ και ύστερα τους παρουσίασαν μυρωδιές φαγητού και άλλες μυρωδιές ελέγχου ενώ παρατηρούσαν τον απιοειδή φλοιό, την πρώτη περιοχή του φλοιού του εγκεφάλου που λαμβάνει οσφρητικά ερεθίσματα.
Παρατήρησαν, λοιπόν, ότι η δραστηριότητα στο σημείο αυτό διέφερε διέφερε πιο πολύ ανάμεσα στις μυρωδιές φαγητού και τις άλλες όταν οι συμμετέχοντες είχαν έλλειψη ύπνου. Ο απιοειδής φλοιός συνήθως στέλνει πληροφορίες σε μια άλλη εγκεφαλική περιοχή, τον νησιωτικό φλοιό που λαμβάνει σήματα σημαντικά για την πρόσληψη τροφής, όπως η μυρωδιά και η γεύση, αλλά και την ποσότητα του φαγητού στο στομάχι.
Όμως ο νησιωτικός φλοιός ενός ανθρώπου που δεν έχει κοιμηθεί παρουσιάζει μειωμένη συνδεσιμότητα (μέτρο επικοινωνίας μεταξύ δύο εγκεφαλικών περιοχών) με τον απιοειδή και ο βαθμός αυτής της μείωσης συνδέεται με την αύξηση της 2-OG και το κατά πόσο το άτομο αλλάζει τις διατροφικές του επιλογές όταν έχει έλλειψη ύπνου.
Η λύση; Εκτός από τον περισσότερο ύπνο, ίσως να πρέπει κάποιος να προσέχει το πώς η μύτη του επηρεάζει τις επιλογές φαγητού. «Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι η στέρηση ύπνου κάνει τον εγκέφαλο πιο ευάλωτο σε ελκυστικές μυρωδιές φαγητού, οπότε ίσως να πρέπει να συγκεντρωθούμε σε μια άλλη μυρωδιά, όταν η μύτη μας ερεθίζεται από ένα νόστιμο, αλλά παχυντικό φαγητό», καταλήγει ο Δρ. Kahnt.