Οι νέοι άνθρωποι που υφίστανται μειώσεις άνω του 25% στο ετήσιο εισόδημά τους διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων στη γνωστική τους ικανότητα, γήρανσης του νου και μειωμένης εγκεφαλικής υγείας στη μέση ηλικία, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Neurology.
«Η μελέτη μας ακολούθησε τους συμμετέχοντες για περισσότερα από 30 χρόνια, μέσα στα οποία υπήρχε περιλαμβανόταν και η περίοδος της ύφεσης στα τέλη της δεκαετίας του 2000, όταν πολλοί άνθρωποι βίωσαν οικονομική αστάθεια. Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι η μεγαλύτερη μεταβλητότητα εισοδήματος στα -θεωρητικά- πιο επικερδή χρόνια για τον άνθρωπο σχετίζεται με χειρότερη γήρανση του εγκεφάλου στη μέση ηλικία» σχολιάζει η επικεφαλής συγγραφέας Adina Zeki Al Hazzouri, επίκουρη καθηγήτρια επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Columbia Mailman.
Η μελέτη περιελάμβανε 3.287 ανθρώπους, οι οποίοι τότε ήταν μεταξύ 23 – 35 ετών και ανέφεραν το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα προ φόρων κάθε τρία έως πέντε χρόνια. Οι ερευνητές εξέτασαν πόσο συχνά σημειωνόταν μείωση εισοδήματος, όπως και το ποσοστό της μεταβολής του μεταξύ 1990 και 2010 για κάθε συμμετέχοντα. Βάσει του αριθμού των μειώσεων του εισοδήματος, οι συμμετέχοντες κατηγοριοποιήθηκαν σε τρεις ομάδες: 1.780 άνθρωποι δεν υπέστησαν μείωση εισοδήματος, 1.108 άνθρωποι που υπέστησαν μία μείωση της τάξης του 25% ή περισσότερο σε σχέση με το προηγούμενο αναφερθέν εισόδημά τους και 339 άνθρωποι που είχαν δύο ή περισσότερες τέτοιες μειώσεις.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να πραγματοποιήσουν κάποια τεστ γνωστικής ικανότητας και μνήμης μέσω των οποίων οι ερευνητές κατέγραφαν τόσο την απόδοση των ατόμων στην ολοκλήρωση των τεστ όσο και τον χρόνο που χρειάζονταν για αυτό. Οι ερευνητές, λοιπόν, βρήκαν ότι οι άνθρωποι με δύο ή περισσότερες μειώσεις εισοδήματος είχαν χειρότερη απόδοση στην ολοκλήρωση των δοκιμασιών από όσους δεν είχαν υποστεί μειώσεις, με τη βαθμολογία να είναι χειρότερη κατά 3,74 βαθμούς (2,8%) κατά μέσο όρο.
«Φτάνει να πούμε ότι η κακή αυτή απόδοση είναι μεγαλύτερη από αυτό που συμβαίνει φυσιολογικά λόγω της γήρανσης κατά ένα χρόνο, η οποία ισοδυναμεί με μικρότερο σκορ κατά 0,71 βαθμούς (0,58%) κατά μέσο όρο», αναφέρει η πρώτη συγγραφέας, Leslie Grasset, από το Ερευνητικό Κέντρο Inserm στη Μπορντώ της Γαλλίας.
Οι συμμετέχοντες με περισσότερες μειώσεις εισοδήματος σημείωσαν χειρότερο σκορ και στο χρόνο που χρειάζονταν για να ολοκληρώσουν κάποιες δοκιμασίες, ενώ τα αποτελέσματα παρέμειναν ίδια μετά και την προσαρμογή σε άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη γνωστική ικανότητα, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, το επίπεδο εκπαίδευσης, η σωματική άσκηση και το κάπνισμα. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ των ομάδων που μετρήθηκαν στη λεκτική μνήμη.
Σημειώνεται, επιπλέον, ότι από το σύνολο των συμμετεχόντων οι 707 έκαναν επίσης μαγνητική εξέταση εγκεφάλου κατά την έναρξη της μελέτης και 20 χρόνια μετά, προκειμένου να μετρηθεί ο συνολικός όγκος του εγκεφάλου, αλλά και ο όγκος διάφορων περιοχών του εγκεφάλου.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, συγκριτικά με τους ανθρώπους που δεν είχαν υποστεί μείωση εισοδήματος, οι άνθρωποι με δύο ή περισσότερες μειώσεις είχαν, επίσης, μειωμένη συνδεσιμότητα στον εγκέφαλο, δηλαδή λιγότερες συνδέσεις μεταξύ διαφορετικών περιοχών του εγκεφάλου.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, μπορεί να υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις στο γιατί ένα ασταθές εισόδημα μπορεί να επηρεάζει την εγκεφαλική υγεία. Μία από αυτές είναι και το ότι οι άνθρωποι με χαμηλότερο ή ασταθές εισόδημα μπορεί να έχουν μειωμένη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας φροντίδα υγείας, το οποίο με τη σειρά του συντελεί στη χειρότερη διαχείριση ασθενειών όπως ο διαβήτης και ανθυγιεινών συμπεριφορών όπως το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ.
Συμπερασματικά, οι συγγραφείς τονίζουν ότι, παρόλο που η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι οι μειώσεις του εισοδήματος προκαλούν μειωμένη εγκεφαλική υγεία, ενισχύει την ανάγκη για πρόσθετες μελέτες σχετικά με το ρόλο των κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων στη γήρανση του εγκεφάλου.